ἑψία: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑψία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) [[παιγνίδιον]] [[ὅπερ]] ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: [[καθόλου]], [[παιδιά]], [[παιγνίδιον]], Νικ. Θ. 880· «[[ἑψία]]· [[γέλως]], [[παιδιά]], [[χλεύη]], [[ἔφοδος]]· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. [[ὁμιλία]]. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. [[τύπος]] ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια». | |lstext='''ἑψία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) [[παιγνίδιον]] [[ὅπερ]] ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: [[καθόλου]], [[παιδιά]], [[παιγνίδιον]], Νικ. Θ. 880· «[[ἑψία]]· [[γέλως]], [[παιδιά]], [[χλεύη]], [[ἔφοδος]]· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. [[ὁμιλία]]. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. [[τύπος]] ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> entretien familier;<br /><b>2</b> amusement, badinage.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἔπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], Ion. -ιη, ἡ,
A amusement, S.Fr.3; plaything, Nic.Th.880: pl., ἔψια, τά, EM406.8; ἕψεια, Hsch. (Etym. uncertain: derived by Hsch. from ἕπρμαι, by EM from ἔπος. The connexion with Lat. jocus is doubtful.)
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, ion. ἑψίη, auch ἑψιά u. nach den alten Grammatikern ἐψία geschrieben,.Soph. frg. 4; bei Hesych., der es von ἕπομαι ableitet, ὁμιλία erkl. Bei Nic. Al. 880, σπέρμ' ὀλοὸν κνίδης, ἥθ' ἑψίη ἔπλετο κούροις, ist es = Scherz, Spiel.
Greek (Liddell-Scott)
ἑψία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) παιγνίδιον ὅπερ ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: καθόλου, παιδιά, παιγνίδιον, Νικ. Θ. 880· «ἑψία· γέλως, παιδιά, χλεύη, ἔφοδος· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. ὁμιλία. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. τύπος ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 entretien familier;
2 amusement, badinage.
Étymologie: cf. ἔπος.