κακοδοξία: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοδοξία''': ἡ, κακὴ [[φήμη]], [[δυσφημία]], Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ [[δοξασία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀρθοδοξία]], Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C. | |lstext='''κᾰκοδοξία''': ἡ, κακὴ [[φήμη]], [[δυσφημία]], Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ [[δοξασία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀρθοδοξία]], Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvaise réputation.<br />'''Étymologie:''' [[κακόδοξος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A bad repute, X.Ap.31, Pl.R.361c. II heretical opinion, Just.Nov.109Praef.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, schlechter Ruf; Plat. Rep. II, 361 c, Xen. Apol. 31. – Bei K. S. verkehrte Ansicht, Ggstz ὀρθοδοξία.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδοξία: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ δοξασία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθοδοξία, Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise réputation.
Étymologie: κακόδοξος.