καθέδρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθέδρα''': ἡ, [[κάθισμα]], καθ. τοῦ λαγώ, [[θέσις]] ἢ [[κοίτη]] τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 4, 4· [[ἕδρα]], [[κάθισμα]], Ἡρῳδιαν. 2. 3· ἀντίθετον τῷ κλίνῃ, Πλούτ. 2. 714Ε· ἐπὶ τῶν θρανίων τῶν κωπηλατῶν, Πολύβ. 1. 21· 2· - [[ὡσαύτως]], [[ἀφοδευτήριον]], [[ἀπόπατος]], εἰσῆλθεν εἰς καθέδρας ὡς διὰ χρείαν τῆς γαστρὸς Θεοδώρητ. ἐν Ἐκκλησ. Ἱστ. 1. 14. 2) τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθίζομεν, [[ἕδρα]], Ἱππ. 557. 48, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 184. 3) ὁ ποὺς ἢ ἡ βάσις κίονος, Στράβ. 816. ΙΙ. ἡ [[στάσις]] ἢ [[θέσις]] ἐν τῷ καθίζειν, [[τρόπος]] καθίσματος, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 3. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 5, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῇ καθέδρᾳ, ἐν ᾧ ἐκάθηντο ἀργοί, Θουκ. 2. 18, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙΙ. [[θρόνος]] ἐπισκόπου ἐν τῷ ναῷ, Γρήγ. Νάζ. Π. 489C. 2) ἡ [[ἕδρα]] τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς, Κλημέντια 36Α, κλ. 3) [[συνεδρία]] συνελεύσεως, Σύνοδ. Νικ. Π. 808Ε.
|lstext='''καθέδρα''': ἡ, [[κάθισμα]], καθ. τοῦ λαγώ, [[θέσις]] ἢ [[κοίτη]] τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 4, 4· [[ἕδρα]], [[κάθισμα]], Ἡρῳδιαν. 2. 3· ἀντίθετον τῷ κλίνῃ, Πλούτ. 2. 714Ε· ἐπὶ τῶν θρανίων τῶν κωπηλατῶν, Πολύβ. 1. 21· 2· - [[ὡσαύτως]], [[ἀφοδευτήριον]], [[ἀπόπατος]], εἰσῆλθεν εἰς καθέδρας ὡς διὰ χρείαν τῆς γαστρὸς Θεοδώρητ. ἐν Ἐκκλησ. Ἱστ. 1. 14. 2) τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθίζομεν, [[ἕδρα]], Ἱππ. 557. 48, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 184. 3) ὁ ποὺς ἢ ἡ βάσις κίονος, Στράβ. 816. ΙΙ. ἡ [[στάσις]] ἢ [[θέσις]] ἐν τῷ καθίζειν, [[τρόπος]] καθίσματος, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 3. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 5, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῇ καθέδρᾳ, ἐν ᾧ ἐκάθηντο ἀργοί, Θουκ. 2. 18, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙΙ. [[θρόνος]] ἐπισκόπου ἐν τῷ ναῷ, Γρήγ. Νάζ. Π. 489C. 2) ἡ [[ἕδρα]] τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς, Κλημέντια 36Α, κλ. 3) [[συνεδρία]] συνελεύσεως, Σύνοδ. Νικ. Π. 808Ε.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> siège, banc;<br /><b>2</b> état <i>ou</i> posture d’une personne assise;<br /><b>3</b> immobilité, inertie.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἕδρα]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέδρα Medium diacritics: καθέδρα Low diacritics: καθέδρα Capitals: ΚΑΘΕΔΡΑ
Transliteration A: kathédra Transliteration B: kathedra Transliteration C: kathedra Beta Code: kaqe/dra

English (LSJ)

ἡ,

   A seat, κ. τοῦ λαγῶ a hare's seat or form, X.Cyn.4.4; chair, Herod.Med. ap. Orib.6.25.1, CPR22.8 (ii A.D.), Hdn.2.3.7; opp. κλίνη, Plu.2.714e; of rowers' seats, Plb.1.21.2; κ. λοιμῶν, πρεσβυτέρων, LXX Ps.1.1, 106(107).32.    2 sitting part, posteriors, Hp.Int.47, Poll.2.184, PRyl.63.10 (iii A.D.).    3 base of a column, Str.17.1.46.    II sitting posture, Arist.Cat.6b11, PA689b21, Thphr.Lass.5,7, Plu.2.45c, etc.    2 sitting idle, inaction, ἐν τῇ καθέδρᾳ Th.2.18; κ. καὶ σχολή Plu.Cam.28.    3 session, Luc. JTr.11.    III chair of a teacher, ἐπὶ τῆς Μωυσέως κ. ἐκάθισαν Ev.Matt.23.2; professorial chair, ἐπὶ τῆς κ. σοφιστής SIG845 (Eleusis, iii A.D.).    IV imperial throne, τὸν ἐπὶ τῇ κ. τοῦ Αὐτοκράτορος, the Emperor's representative, BSA27.234 (Sparta, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1282] ἡ, der Sitz, Sessel; Hdn. 2, 3, 17; Ggstz κλίνη Plut. Symp. 7, 10, 1; αἱ ἐπὶ τῶν πλοίων καθέδραι, die Ruderbänke, Pol. 1, 21, 2; Lager, τοῦ λαγώ Xen. Cyn. 4, 4; bei Hippocr. das Gesäß. Bei Strab. XVII, 1 p. 816 das Fußgestell, worauf Etwas ruht. – Das Sitzen, Luc. Fugit. 7; das Verweilen, Stillsitzen, Thuc. 2, 18; Suid. erkl. ἐπίσχεσις καὶ σχολή, vgl. Plut. Camill. 28.

Greek (Liddell-Scott)

καθέδρα: ἡ, κάθισμα, καθ. τοῦ λαγώ, θέσιςκοίτη τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κυν. 4, 4· ἕδρα, κάθισμα, Ἡρῳδιαν. 2. 3· ἀντίθετον τῷ κλίνῃ, Πλούτ. 2. 714Ε· ἐπὶ τῶν θρανίων τῶν κωπηλατῶν, Πολύβ. 1. 21· 2· - ὡσαύτως, ἀφοδευτήριον, ἀπόπατος, εἰσῆλθεν εἰς καθέδρας ὡς διὰ χρείαν τῆς γαστρὸς Θεοδώρητ. ἐν Ἐκκλησ. Ἱστ. 1. 14. 2) τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθίζομεν, ἕδρα, Ἱππ. 557. 48, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 184. 3) ὁ ποὺς ἢ ἡ βάσις κίονος, Στράβ. 816. ΙΙ. ἡ στάσιςθέσις ἐν τῷ καθίζειν, τρόπος καθίσματος, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 3. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 5, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῇ καθέδρᾳ, ἐν ᾧ ἐκάθηντο ἀργοί, Θουκ. 2. 18, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 28. ΙΙΙ. θρόνος ἐπισκόπου ἐν τῷ ναῷ, Γρήγ. Νάζ. Π. 489C. 2) ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς, Κλημέντια 36Α, κλ. 3) συνεδρία συνελεύσεως, Σύνοδ. Νικ. Π. 808Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 siège, banc;
2 état ou posture d’une personne assise;
3 immobilité, inertie.
Étymologie: κατά, ἕδρα.