Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπτίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπτίσσω''': καὶ καταπτίττω, [[κατατρίβω]] εἰς κόνιν ἐν τῷ ἰγδίῳ ἢ ἐν τῇ μύλῃ, ὑπέροις σιδηροῖς κατέπτισσε καὶ κατέκοπτεν ἐκεῖνον, κατακοπανίζω, Πλούτ. 2. 449Ε˙ ἐν ὅλμῳ τὰ ὀστᾶ κ. Νικο. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 20∙ καὶ ὁ παθ. πρκμ. κατέπτισμαι.
|lstext='''καταπτίσσω''': καὶ καταπτίττω, [[κατατρίβω]] εἰς κόνιν ἐν τῷ ἰγδίῳ ἢ ἐν τῇ μύλῃ, ὑπέροις σιδηροῖς κατέπτισσε καὶ κατέκοπτεν ἐκεῖνον, κατακοπανίζω, Πλούτ. 2. 449Ε˙ ἐν ὅλμῳ τὰ ὀστᾶ κ. Νικο. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 20∙ καὶ ὁ παθ. πρκμ. κατέπτισμαι.
}}
{{bailly
|btext=piler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτίσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτίσσω Medium diacritics: καταπτίσσω Low diacritics: καταπτίσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΤΙΣΣΩ
Transliteration A: kataptíssō Transliteration B: kataptissō Transliteration C: kataptisso Beta Code: katapti/ssw

English (LSJ)

   A grind to powder, Plu.2.449e, Nic.Dam.118J.

German (Pape)

[Seite 1373] zerstoßen, zermalmen; neben κατακόπτω Plut. da virt. mor. 10; Stob. fl. 123, 12.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτίσσω: καὶ καταπτίττω, κατατρίβω εἰς κόνιν ἐν τῷ ἰγδίῳ ἢ ἐν τῇ μύλῃ, ὑπέροις σιδηροῖς κατέπτισσε καὶ κατέκοπτεν ἐκεῖνον, κατακοπανίζω, Πλούτ. 2. 449Ε˙ ἐν ὅλμῳ τὰ ὀστᾶ κ. Νικο. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 20∙ καὶ ὁ παθ. πρκμ. κατέπτισμαι.

French (Bailly abrégé)

piler.
Étymologie: κατά, πτίσσω.