καταντίον: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταντίον''': ἐπίρρ., κατέναντι, ἀκριβῶς [[ἀπέναντι]], [[μετὰ]] γεν., Ἡρόδ. 6. 103, 118· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., 7, 33· ἀπόλ., χὼ κ. θανών, [[ἀπέναντι]] [[αὐτοῦ]], Σοφ. Ἀντιγ. 512, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4, 95·- [[ὡσαύτως]], [[καταντία]] Ἀγησιάναξ π. Πλουτ. 2, 921Β, Ὀππ. Ἁλ. 2, 555. | |lstext='''καταντίον''': ἐπίρρ., κατέναντι, ἀκριβῶς [[ἀπέναντι]], [[μετὰ]] γεν., Ἡρόδ. 6. 103, 118· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., 7, 33· ἀπόλ., χὼ κ. θανών, [[ἀπέναντι]] [[αὐτοῦ]], Σοφ. Ἀντιγ. 512, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4, 95·- [[ὡσαύτως]], [[καταντία]] Ἀγησιάναξ π. Πλουτ. 2, 921Β, Ὀππ. Ἁλ. 2, 555. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en face, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀντίος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A over against, right opposite, c. gen., Hdt.6.103, 118, 8.52: c. dat., Id.7.33: abs., Χὠ κ. θανών facing him, S.Ant.512, cf. APl.4.95 (Damag.): καταντία, πόντου κ. κυμαίνοντος Agesianax ap. Plu.2.921b, cf. Opp.H.2.555.
Greek (Liddell-Scott)
καταντίον: ἐπίρρ., κατέναντι, ἀκριβῶς ἀπέναντι, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 6. 103, 118· ὡσαύτως μετὰ δοτ., 7, 33· ἀπόλ., χὼ κ. θανών, ἀπέναντι αὐτοῦ, Σοφ. Ἀντιγ. 512, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4, 95·- ὡσαύτως, καταντία Ἀγησιάναξ π. Πλουτ. 2, 921Β, Ὀππ. Ἁλ. 2, 555.