κίναιδος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίναιδος''': ῐ, ὁ, Λατ. cinaedus, pathicus, ὡς τὸ [[καταπύγων]]· [[καθόλου]] [[αἰσχρός]], [[κακοήθης]] [[ἄνθρωπος]], Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Πλούτ. 2. 126Α. 2. πληθ., ποιήματα αἰσχρά, κακοηθείας περιέχοντα, Διογ. Λ. 9. 110. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, cinaedus, παρὰ Πλιν. 32. 53. ΙΙΙ. [[μαργαρίτης]], Ἀρρ. Ἰνδ. 8. 8. | |lstext='''κίναιδος''': ῐ, ὁ, Λατ. cinaedus, pathicus, ὡς τὸ [[καταπύγων]]· [[καθόλου]] [[αἰσχρός]], [[κακοήθης]] [[ἄνθρωπος]], Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Πλούτ. 2. 126Α. 2. πληθ., ποιήματα αἰσχρά, κακοηθείας περιέχοντα, Διογ. Λ. 9. 110. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, cinaedus, παρὰ Πλιν. 32. 53. ΙΙΙ. [[μαργαρίτης]], Ἀρρ. Ἰνδ. 8. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />infâme débauché, inverti.<br />'''Étymologie:''' DELG mot familier et pop., de [[κινέω]], αἰδοῖα. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A catamite, Pl.Grg.494e, etc.: generally, lewd fellow, Herod.2.74, PSI5.483.1 (iii B.C.), Arcesil. ap. Plu.2.126a. 2 public dancer(?), PTeb.208 (i B.C.), perh. also CIG4926 (Philae). 3 pl., obscene poems, D.L.9.110. II a sea-fish, Plin.HN32.146. III = κιναίδιον, Gal.12.740,800.
German (Pape)
[Seite 1439] ὁ (von κινέω wie κίναδος, ohne daß an eine Zusammensetzung κινεῖν τὴν αἰδῶ, oder gar κενὸς τῆς αἰδοῦς zu denken), ein Mensch, der widernatürliche Unzucht treibt u. mit sich treiben läßt, übh. unzüchtiger, verworfener Mensch; die VLL. erkl. ἀσελγής, μαλακός; Plat. Gorg. 494 u. Sp., wie Luc. as. 35 (fem.); Plut. de san. tuend. p. 381 μηδὲν διαφέρειν ὄπισθέν τινα ἢ ἔμπροσθεν εἶναι κίναιδον. – Ein Seefisch, Opp. Hal. 1, 127, Schneider. – Ein Edelstein, Arr. Ind. 8, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κίναιδος: ῐ, ὁ, Λατ. cinaedus, pathicus, ὡς τὸ καταπύγων· καθόλου αἰσχρός, κακοήθης ἄνθρωπος, Πλάτ. Γοργ. 494Ε, Πλούτ. 2. 126Α. 2. πληθ., ποιήματα αἰσχρά, κακοηθείας περιέχοντα, Διογ. Λ. 9. 110. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, cinaedus, παρὰ Πλιν. 32. 53. ΙΙΙ. μαργαρίτης, Ἀρρ. Ἰνδ. 8. 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
infâme débauché, inverti.
Étymologie: DELG mot familier et pop., de κινέω, αἰδοῖα.