κοχυδέω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοχῠδέω''': [[ἐκρέω]] ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες [[ἐπιβλύξ]], ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. [[παρά]] ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς [[ῥοῦς]]» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ [[οἶνος]] κοχύζει [[εἶναι]] ἐπιτυχὴς [[εἰκασία]] τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι [[εἶναι]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, [[χύδην]], πρβλ. [[μορμύρω]], [[ποιφύσσω]].)
|lstext='''κοχῠδέω''': [[ἐκρέω]] ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες [[ἐπιβλύξ]], ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. [[παρά]] ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς [[ῥοῦς]]» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ [[οἶνος]] κοχύζει [[εἶναι]] ἐπιτυχὴς [[εἰκασία]] τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι [[εἶναι]] μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, [[χύδην]], πρβλ. [[μορμύρω]], [[ποιφύσσω]].)
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />s’écouler en abondance.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχῠδέω Medium diacritics: κοχυδέω Low diacritics: κοχυδέω Capitals: ΚΟΧΥΔΕΩ
Transliteration A: kochydéō Transliteration B: kochydeō Transliteration C: kochydeo Beta Code: koxude/w

English (LSJ)

   A stream forth copiously, ποταμοὶ . . Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ gushing with cakes, Pherecr.130.4: Ion.impf. κοχύδεσκεν (v.l. κοχύεσκεν) Theoc.2.107.

Greek (Liddell-Scott)

κοχῠδέω: ἐκρέω ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ, ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. παρά ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς ῥοῦς» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ οἶνος κοχύζει εἶναι ἐπιτυχὴς εἰκασία τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι εἶναι μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, χύδην, πρβλ. μορμύρω, ποιφύσσω.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’écouler en abondance.
Étymologie: χέω.