κόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόλλιξ''': -ῑκος, ὁ, [[πλακούντιον]] ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.
|lstext='''κόλλιξ''': -ῑκος, ὁ, [[πλακούντιον]] ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.
}}
{{bailly
|btext=ικος (ὁ) :<br /><b>1</b> pain d’orge grossier de forme ronde;<br /><b>2</b> pastille.<br />'''Étymologie:''' [[κόλλα]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλιξ Medium diacritics: κόλλιξ Low diacritics: κόλλιξ Capitals: ΚΟΛΛΙΞ
Transliteration A: kóllix Transliteration B: kollix Transliteration C: kolliks Beta Code: ko/llic

English (LSJ)

ῑκος, ὁ,

   A roll or loaf of coarse bread, Hippon.35.6, Nicopho 15; κ. Θεσσαλικός Archestr.Fr.4.12.    II Medic., = τροχίσκος, rubbed up and taken in wine, Hp.Int.23, cf. Gal.19.103; = κολλύριον 1.1, Hp.Epid.2.6.29.

German (Pape)

[Seite 1473] ικος, ὁ, ein länglich rundes, grobes Brot; κρίθινος Hipponax bei Ath. VII, 304 b; vgl. Ephipp. ib. III, 112 a; nach Galen. auch kleine, runde Kuchen. – Bei Ar. Ran. 575 steht κόλικας mit kurzem ι.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλιξ: -ῑκος, ὁ, πλακούντιον ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
1 pain d’orge grossier de forme ronde;
2 pastille.
Étymologie: κόλλα.