μεγαλύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλύνω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ([[μέγας]])· - [[κάμνω]] τινὰ μέγαν ἢ ἰσχυρόν, ὑψώνω, [[ἐνισχύω]], ἰσχυροποιῶ, τοὺς πολεμίους Θουκ. 5. 98· τὴν δύναμίν τινος Διόδ. 1. 20. - Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, λαμβάνειν μεγάλην δόξαν, ... Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 24. ΙΙ. μεγαλοποιῶ, ἐπαινῶ, ὑπερυψῶ, [[δοξάζω]], τὸ ὄνομά τινος Εὐρ. Βάκχ. 320· μ. τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν [[παρά]] τινι Θουκ. 8. 81· ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπολ. 32· μ. τινὰ [[πρός]] τινα Πλουτ. Κίμ. 16. -Μέσ., καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, ἐπαίρομαι, γέννᾳ, ἐπὶ καταγωγῇ, Αἰσχύλ. Πρ. 892· οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ Ξεν. Ἱέρ. 2, 17, πρβλ. Οἰκ. 21, 4· ταῦτ’ ἀκούων ἐμεγαλύνετο ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 6, 3· πρβλ. [[μεγαλίζομαι]]. 2) μεγαλοποιῶ [[ἔγκλημα]], Θουκ. 6. 28.
|lstext='''μεγᾰλύνω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ([[μέγας]])· - [[κάμνω]] τινὰ μέγαν ἢ ἰσχυρόν, ὑψώνω, [[ἐνισχύω]], ἰσχυροποιῶ, τοὺς πολεμίους Θουκ. 5. 98· τὴν δύναμίν τινος Διόδ. 1. 20. - Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, λαμβάνειν μεγάλην δόξαν, ... Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 24. ΙΙ. μεγαλοποιῶ, ἐπαινῶ, ὑπερυψῶ, [[δοξάζω]], τὸ ὄνομά τινος Εὐρ. Βάκχ. 320· μ. τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν [[παρά]] τινι Θουκ. 8. 81· ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπολ. 32· μ. τινὰ [[πρός]] τινα Πλουτ. Κίμ. 16. -Μέσ., καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, ἐπαίρομαι, γέννᾳ, ἐπὶ καταγωγῇ, Αἰσχύλ. Πρ. 892· οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ Ξεν. Ἱέρ. 2, 17, πρβλ. Οἰκ. 21, 4· ταῦτ’ ἀκούων ἐμεγαλύνετο ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 6, 3· πρβλ. [[μεγαλίζομαι]]. 2) μεγαλοποιῶ [[ἔγκλημα]], Θουκ. 6. 28.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rendre grand <i>ou</i> puissant, fortifier, acc.;<br /><b>2</b> célébrer, vanter, glorifier;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεγαλύνομαι se vanter, se glorifier : τινί, [[ἐπί]] τινι, de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλύνω Medium diacritics: μεγαλύνω Low diacritics: μεγαλύνω Capitals: ΜΕΓΑΛΥΝΩ
Transliteration A: megalýnō Transliteration B: megalynō Transliteration C: megalyno Beta Code: megalu/nw

English (LSJ)

fut.

   A μεγαλῠνῶ LXX Ge.12.2, al.: aor. ἐμεγάλυνα ib.Ec.2.4, al.:—Pass., fut. -υνθήσομαι ib.Za.12.11, al.: aor. -ύνθην ib.Ma.1.5, al.: pf. part. μεμεγαλυμμένος Aq.Ps.143(144).12: (μέγας):—make great or powerful, exalt, τοὺς πολεμίους Th.5.98:—Pass., μεγαλύνεσθαι ἐκτῶν συμβαινόντων gain great glory by. ., X.HG7.1.24, cf. Ep.Phil.1.20, POxy.1592.3 (iii/iv A. D.).    II make great by word, extol, magnify, τὸ ὄνομά τινος E.Ba.320; μ. τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρά τινι Th.8.81; ἑαυτόν X.Ap.32; μ. τὴν Λακεδαίμονα πρὸς Ἀθηναίους Plu.Cim.16; τοῦ θεοῦ τὴν δύναμιν D.S.1.20: freq. in LXX, ll. cc.:—Med., boast oneself, περί τινος Sapph.35; γέννα in point of birth, A.Pr.892 (lyr.); οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ X.Hier.2.17, cf. Oec.21.4; ταῦτ' ἀκούων ἐμεγαλύνετο Id.Mem.3.6.3.    2 magnify, exaggerate, Th.6.28, Phld. Rh.1.173 S., Ir.p.45 W., D.C.Fr.57.81, al.

German (Pape)

[Seite 108] groß machen, erheben; med., τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων, Aesch. Prom. 894; ὅταν τὸ Πενθέως ὄνομα μεγαλύνῃ πόλις, Eur. Bacch. 320; ὑπερβάλλων ἐμεγάλυνε τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρὰ τῷ Τισσαφέρνει, Thuc. 8, 81; τοὺς πολεμίους, 5, 98, verstärken, wie D. Sic. 1, 20 u. Plut. Them. 27; ἑαυτόν, Xen. Apol. 32, vgl. Mem. 3, 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλύνω: ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (μέγας)· - κάμνω τινὰ μέγαν ἢ ἰσχυρόν, ὑψώνω, ἐνισχύω, ἰσχυροποιῶ, τοὺς πολεμίους Θουκ. 5. 98· τὴν δύναμίν τινος Διόδ. 1. 20. - Παθ., μεγαλύνεσθαι ἔκ τινος, λαμβάνειν μεγάλην δόξαν, ... Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 24. ΙΙ. μεγαλοποιῶ, ἐπαινῶ, ὑπερυψῶ, δοξάζω, τὸ ὄνομά τινος Εὐρ. Βάκχ. 320· μ. τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν παρά τινι Θουκ. 8. 81· ἑαυτὸν Ξεν. Ἀπολ. 32· μ. τινὰ πρός τινα Πλουτ. Κίμ. 16. -Μέσ., καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, ἐπαίρομαι, γέννᾳ, ἐπὶ καταγωγῇ, Αἰσχύλ. Πρ. 892· οὐδὲ μεγαλύνεται ἐπὶ τῷ ἔργῳ Ξεν. Ἱέρ. 2, 17, πρβλ. Οἰκ. 21, 4· ταῦτ’ ἀκούων ἐμεγαλύνετο ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 6, 3· πρβλ. μεγαλίζομαι. 2) μεγαλοποιῶ ἔγκλημα, Θουκ. 6. 28.

French (Bailly abrégé)

1 rendre grand ou puissant, fortifier, acc.;
2 célébrer, vanter, glorifier;
Moy. μεγαλύνομαι se vanter, se glorifier : τινί, ἐπί τινι, de qch.
Étymologie: μέγας.