μῶνυξ: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[πόδα]] μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· [[ἅπαξ]] δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· [[ὡσαύτως]], μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. [[μετὰ]] οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, [[ὄνυξ]], ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ [[μῶνυξ]] πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ [[ἔνστασις]] ὅτι τὸ [[μόνος]] δὲν σημαίνει «εἷς καὶ [[μόνος]]» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων [[μονόχηλος]], [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]). | |lstext='''μῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[πόδα]] μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· [[ἅπαξ]] δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· [[ὡσαύτως]], μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. [[μετὰ]] οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, [[ὄνυξ]], ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ [[μῶνυξ]] πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ [[ἔνστασις]] ὅτι τὸ [[μόνος]] δὲν σημαίνει «εἷς καὶ [[μόνος]]» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων [[μονόχηλος]], [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br />dont le sabot est un, qui n’a pas la corne du pied fendu, solipède.<br />'''Étymologie:''' p. *μονῶνυξ, de [[μόνος]], [[ὄνυξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ, τό,
A with a single, i.e. uncloven, hoof, epith. of the horse, freq. in Il., 5.236, al.; once in Od., 15.46, cf. Sol.23, E.Ph. 793 (lyr., dub.l.), Stud.Pont.3.16 (ii/i B.C.); also μ. ὕες Arist.HA 499b13; τὰ μ. [τῶν ζῴων] Hp.Art.8; τετραπόδων ὅσα μ. Porph.Abst. 4.7; [γένει] τῷ καλουμένῳ μώνυχι Pl.Plt.265d. (From sm- (weak form of sem-, cf. εἷς) and ὄνυξ (ὄ- lengthd. in composition).)
German (Pape)
[Seite 226] υχος, statt μονῶνυξ, einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d.
Greek (Liddell-Scott)
μῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδα μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· ἅπαξ δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· ὡσαύτως, μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. μετὰ οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, ὄνυξ, ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ μῶνυξ πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ ἔνστασις ὅτι τὸ μόνος δὲν σημαίνει «εἷς καὶ μόνος» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων μονόχηλος, μονολέων, μονόλυκος).
French (Bailly abrégé)
υχος (ὁ, ἡ)
dont le sabot est un, qui n’a pas la corne du pied fendu, solipède.
Étymologie: p. *μονῶνυξ, de μόνος, ὄνυξ.