σκύμνος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκύμνος''': ὁ, (καὶ ἐν Εὐρ. Ὀρέστ. 1493, ἡ), νεογνὸν ζῴου (πρβλ. [[σκύλαξ]] Ι. 2), [[μάλιστα]] δὲ τὸ νεογνὸν λεαίνης, Ἰλ. Σ. 319· πλῆρες: σκ. λέοντος Ἡρόδ. 3. 32, Εὐρ. Ἱκέτ. 1222, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1431, πρβλ. Ἱππ. 1039· λεαίνης Σοφ. Αἴ. 987· [[ὡσαύτως]] καὶ ἄλλων ζῴων, σκ. λύκου Εὐρ. Βάκχ. 699· λυγκὸς Λᾶσος 4 Bgk.· τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 5., 6. 27· ἀλώπεκος Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. 2) παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, [[Ἀχίλλειος]] σκ. Ἀνδρ. 1171, πρβλ. Ρῆσ. 382· ἐπὶ γυναικῶν, Ὀρ. 1213, 1388, Ἡσύχ. | |lstext='''σκύμνος''': ὁ, (καὶ ἐν Εὐρ. Ὀρέστ. 1493, ἡ), νεογνὸν ζῴου (πρβλ. [[σκύλαξ]] Ι. 2), [[μάλιστα]] δὲ τὸ νεογνὸν λεαίνης, Ἰλ. Σ. 319· πλῆρες: σκ. λέοντος Ἡρόδ. 3. 32, Εὐρ. Ἱκέτ. 1222, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1431, πρβλ. Ἱππ. 1039· λεαίνης Σοφ. Αἴ. 987· [[ὡσαύτως]] καὶ ἄλλων ζῴων, σκ. λύκου Εὐρ. Βάκχ. 699· λυγκὸς Λᾶσος 4 Bgk.· τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 5., 6. 27· ἀλώπεκος Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. 2) παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, [[Ἀχίλλειος]] σκ. Ἀνδρ. 1171, πρβλ. Ρῆσ. 382· ἐπὶ γυναικῶν, Ὀρ. 1213, 1388, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> petit d’un animal, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> lionceau;<br /><b>2</b> jeune renard;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> jeune enfant.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυ, couvrir. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ (and ἡ, E.Or. 1493 (lyr.)),
A cub. whelp, esp. lion's whelp, Il.18.319; in full, σ. λέοντος Hdt.3.32, E.Supp.1223, Ar.Ra.1431, cf.Eq.1039; λεαίνης S.Aj.987; also of other animals, σ. λύκων E.Ba.699; λυγγός Lasus 3; τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος, Arist.HA571b30, 578a22; ἀλώπεκος Plu.Lyc. 18. 2 in poets also of men, Ἀχίλλειος σ. E.Andr.1170 (anap.), cf. Rh.381 (anap.); of women, Id.Or.1213, 1387 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 908] ὁ, 1) ein jedes junge Thier, bes. das Junge des Löwen, Il. 18, 319; später gew. vollständig σκ. λέοντος, Aesch. frg. 305, wie Eur. Suppl. 1222; λεαίνης, Soph. Ai. 966; auch λύκων, Eur. Bacch. 698; θηρίων, Arist. H. A. 6, 6; ἐλέφαντος, 6, 27. – Fem. bei Eur. Or. 1493. – Uebertr. von Menschen, Ἀχίλλειον σκύμνον, Andr. 1171, vgl. Or. 1213. 1388; Ar. Equ. 1034. – 2) ein Seethier von der Gattung γαλεός.
Greek (Liddell-Scott)
σκύμνος: ὁ, (καὶ ἐν Εὐρ. Ὀρέστ. 1493, ἡ), νεογνὸν ζῴου (πρβλ. σκύλαξ Ι. 2), μάλιστα δὲ τὸ νεογνὸν λεαίνης, Ἰλ. Σ. 319· πλῆρες: σκ. λέοντος Ἡρόδ. 3. 32, Εὐρ. Ἱκέτ. 1222, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1431, πρβλ. Ἱππ. 1039· λεαίνης Σοφ. Αἴ. 987· ὡσαύτως καὶ ἄλλων ζῴων, σκ. λύκου Εὐρ. Βάκχ. 699· λυγκὸς Λᾶσος 4 Bgk.· τῆς ἄρκτου, τῆς ἐλέφαντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 5., 6. 27· ἀλώπεκος Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. 2) παρὰ ποιηταῖς καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀχίλλειος σκ. Ἀνδρ. 1171, πρβλ. Ρῆσ. 382· ἐπὶ γυναικῶν, Ὀρ. 1213, 1388, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
I. petit d’un animal, particul. :
1 lionceau;
2 jeune renard;
II. p. ext. jeune enfant.
Étymologie: R. Σκυ, couvrir.