νῶροψ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νῶροψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], ἐξαστράπτων [[χαλκός]], Ἰλ. Β. 578, κτλ. ([[Κατὰ]] τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ [[ὥστε]] νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. [[ἦνοψ]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νῶροψ]]· [[λαμπρός]]. [[ὀξύφωνος]]. [[ἔνηχος]]. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».
|lstext='''νῶροψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], ἐξαστράπτων [[χαλκός]], Ἰλ. Β. 578, κτλ. ([[Κατὰ]] τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ [[ὥστε]] νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. [[ἦνοψ]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νῶροψ]]· [[λαμπρός]]. [[ὀξύφωνος]]. [[ἔνηχος]]. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».
}}
{{bailly
|btext=οπος (ὁ, ἡ)<br /><i>dans les loc.</i> νώροπι χαλκῷ <i>et</i> νώροπα χαλκόν IL, OD airain éblouissant, <i>propr.</i> dont on ne peut supporter la vue.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὁράω]], [[ὤψ]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῶροψ Medium diacritics: νῶροψ Low diacritics: νώροψ Capitals: ΝΩΡΟΨ
Transliteration A: nō̂rops Transliteration B: nōrops Transliteration C: norops Beta Code: nw=roy

English (LSJ)

οπος, ὁ, ἡ, Ep. epith. of χαλκός,

   A flashing, Il.2.578, al. ; later, simply, bright, ν. πέπλῳ Nonn.D.32.14.

German (Pape)

[Seite 273] οπος, bei Hom. öfters, immer in der Vrbdg νώροπι χαλκῷ oder νώροπα χαλκόν; die Alten leiten das Wort theils von νη – ὁρᾶν ab, nicht anzusehen, vor Glanz blendend, λαμπρός (vgl. Plut. Symp. 6, 7, 21, theils erklären sie ὀξύφωνος, ἔνηχος, von ὄψ, weniger wahrscheinlich.

Greek (Liddell-Scott)

νῶροψ: -οπος, ὁ, ἡ, συχν. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, στιλπνός, λαμπρός, ἐξαστράπτων χαλκός, Ἰλ. Β. 578, κτλ. (Κατὰ τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ ὥστε νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. ἦνοψ). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νῶροψ· λαμπρός. ὀξύφωνος. ἔνηχος. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ, ἡ)
dans les loc. νώροπι χαλκῷ et νώροπα χαλκόν IL, OD airain éblouissant, propr. dont on ne peut supporter la vue.
Étymologie: νη-, ὁράω, ὤψ.