νωθής: Difference between revisions
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νωθής''': -ές, γεν. έος, ὡς τὸ [[νωθρός]], [[ὀκνηρός]], [[χαῦνος]], ἐπίθ. τοῦ ὄνου, Ἰλ. Λ. 559· νωθὲς [[κῶλον]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 819· [[ἵππος]] νωθέστερος Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· ν. [[κίνησις]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 7· τὰ γόνατα νωθὴς Λουκ. π. Πένθους 16. 2) [[νωθρός]], [[βραδύς]], [[ἀμβλύς]], δηλ. κατὰ τὴν διάνοιαν, κατεφαίνετο [[εἶναι]] νωθέστερος (δηλ. ὁ [[παῖς]]) Ἡρόδ. 3. 53· νωθὴς τὸν νόον Ἱππ. 1283. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 62, Πλάτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. οὐδ. νωθὲς ὡς ἐπίρρ., [[Πολυδ]]. Δ΄, 81· συγκρ. -έστατα, Δίων Κ. 59, 4. | |lstext='''νωθής''': -ές, γεν. έος, ὡς τὸ [[νωθρός]], [[ὀκνηρός]], [[χαῦνος]], ἐπίθ. τοῦ ὄνου, Ἰλ. Λ. 559· νωθὲς [[κῶλον]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 819· [[ἵππος]] νωθέστερος Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· ν. [[κίνησις]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 7· τὰ γόνατα νωθὴς Λουκ. π. Πένθους 16. 2) [[νωθρός]], [[βραδύς]], [[ἀμβλύς]], δηλ. κατὰ τὴν διάνοιαν, κατεφαίνετο [[εἶναι]] νωθέστερος (δηλ. ὁ [[παῖς]]) Ἡρόδ. 3. 53· νωθὴς τὸν νόον Ἱππ. 1283. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 62, Πλάτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. οὐδ. νωθὲς ὡς ἐπίρρ., [[Πολυδ]]. Δ΄, 81· συγκρ. -έστατα, Δίων Κ. 59, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> lent;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui a l’esprit lent <i>ou</i> lourd;<br /><i>Cp.</i> νωθέστερος.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὠθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A sluggish, slothful, ὄνος Il.11.559 ; ν. κῶλον E.HF819 ; ἵππος -έστερος Pl.Ap. 30e ; ν. κίνησις Arist.HA503b8 ; τὰ γόνατα νωθής Luc.Luct.16 ; of fire, dull, opp. ὀξύς, Thphr.HP5.9.3 (Comp.) ; of earth, opp. water, etc., Pl.Ti.86a (Sup.). 2 of the understanding, dull, stupid, κατεφαίνετο εἶναι -έστερος (sc. ὁ παῖς) Hdt.3.53 ; νωθὴς τὸν νόον Hp. Ep.17, cf. A.Pr.62, Pl.Plt.310e (Comp.). II neut. νωθές as Adv., Poll.4.81 : Sup. -έστατα D.C.59.4.
Greek (Liddell-Scott)
νωθής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ νωθρός, ὀκνηρός, χαῦνος, ἐπίθ. τοῦ ὄνου, Ἰλ. Λ. 559· νωθὲς κῶλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 819· ἵππος νωθέστερος Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε· ν. κίνησις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 7· τὰ γόνατα νωθὴς Λουκ. π. Πένθους 16. 2) νωθρός, βραδύς, ἀμβλύς, δηλ. κατὰ τὴν διάνοιαν, κατεφαίνετο εἶναι νωθέστερος (δηλ. ὁ παῖς) Ἡρόδ. 3. 53· νωθὴς τὸν νόον Ἱππ. 1283. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 62, Πλάτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. οὐδ. νωθὲς ὡς ἐπίρρ., Πολυδ. Δ΄, 81· συγκρ. -έστατα, Δίων Κ. 59, 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 lent;
2 fig. qui a l’esprit lent ou lourd;
Cp. νωθέστερος.
Étymologie: νη-, ὠθέω.