περιαγωγή: Difference between revisions
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιᾰγωγή''': ἡ, τὸ περιάγειν, ἡ περιστροφὴ, ὄνου Ἱππ. γμ. 733· ἐπιδέσιος ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 827· τοῦ οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 17· ἡ περιδίνης σφενδόνης, Πολύβ. 27. 9, 6· - μεταφορ., [[περισπασμός]], [[περιπλάνησις]] ἔκ τινος αἰτίας, Πλούτ. 2. 588D. 2) τὸ κομίζειν [[πέριξ]], τὴν περιαγωγὴν τῶν ἐπιτηδείων ὁ αὐτ. ἐν Νικ. 7. ΙΙ. τὸ περιστρέφεσθαι, περιστρφή, στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας π. Πλάτ. Πολιτ. 269Ε, πρβλ. Πολ. 518D· τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαὶ Λουκ. π. Ὀρχ. 71· π. τῆς σελήνης, τῶν ἀστέρων Πλούτ. 2. 923C, κτλ. 2) τὸ περιάγειν τι, μὴ ποιεῖν αὐτὸ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ διὰ πλαγίου τρόπου, πολλὰ γὰρ ἀπ’ εὐθείας οὐκ ἔστιν ἐξῶσαι τῶν ἀλυσιτελῶν, ἀλλὰ δεῖ τινος ἁμωσγέπως καμπῆς καὶ περιαγωγῆς Πλούτ. 2. 818F, πρβλ. 407C. 3) [[ἐφέλκυσις]] ἢ [[μετάβασις]], ἡ πρὸς τὰ νοητὰ [[οἰκείωσις]] κατὰ φύσιν περιαγωγὴ τῷ γνωστικῷ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν γίνεται Κλήμ. Ἀλ. 631. 4) [[περιφέρεια]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. 5) ἐστρογγυλωμένη [[περίοδος]], Δημ. Φαληρ. Περὶ Ἑρμην. ἐν Ρήτ. (Walz) τ. 9, σ. 26 καὶ 104 ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς σελίδος. | |lstext='''περιᾰγωγή''': ἡ, τὸ περιάγειν, ἡ περιστροφὴ, ὄνου Ἱππ. γμ. 733· ἐπιδέσιος ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 827· τοῦ οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 17· ἡ περιδίνης σφενδόνης, Πολύβ. 27. 9, 6· - μεταφορ., [[περισπασμός]], [[περιπλάνησις]] ἔκ τινος αἰτίας, Πλούτ. 2. 588D. 2) τὸ κομίζειν [[πέριξ]], τὴν περιαγωγὴν τῶν ἐπιτηδείων ὁ αὐτ. ἐν Νικ. 7. ΙΙ. τὸ περιστρέφεσθαι, περιστρφή, στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας π. Πλάτ. Πολιτ. 269Ε, πρβλ. Πολ. 518D· τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαὶ Λουκ. π. Ὀρχ. 71· π. τῆς σελήνης, τῶν ἀστέρων Πλούτ. 2. 923C, κτλ. 2) τὸ περιάγειν τι, μὴ ποιεῖν αὐτὸ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ διὰ πλαγίου τρόπου, πολλὰ γὰρ ἀπ’ εὐθείας οὐκ ἔστιν ἐξῶσαι τῶν ἀλυσιτελῶν, ἀλλὰ δεῖ τινος ἁμωσγέπως καμπῆς καὶ περιαγωγῆς Πλούτ. 2. 818F, πρβλ. 407C. 3) [[ἐφέλκυσις]] ἢ [[μετάβασις]], ἡ πρὸς τὰ νοητὰ [[οἰκείωσις]] κατὰ φύσιν περιαγωγὴ τῷ γνωστικῷ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν γίνεται Κλήμ. Ἀλ. 631. 4) [[περιφέρεια]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. 5) ἐστρογγυλωμένη [[περίοδος]], Δημ. Φαληρ. Περὶ Ἑρμην. ἐν Ρήτ. (Walz) τ. 9, σ. 26 καὶ 104 ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς σελίδος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action de conduire autour, de faire tourner ; <i>particul.</i> action de faire tournoyer (une fronde) ; <i>fig.</i> action de disperser çà et là, de distraire;<br /><b>2</b> action de tourner autour, détour, mouvement circulaire, rotation, révolution (de l’univers, des astres, <i>etc.</i>) ; les mouvements circulaires d’une danse.<br />'''Étymologie:''' [[περιάγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. -γά, ἡ,
A turning round, ὄνου Hp.Fract.31; περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος Id.Art. 62 ; χειρῶν Gal.6.92, cf. Pl.R.518d; whirling of a sling, Plb.27.11.6. b metaph., distraction, Plu.2.588d. 2 carrying round, τον ὕδατος εἰς τὸ βαλανεῖον IG42(1).109iii44 (Epid., iii B.C.); τῶν ἐπιτηδείων Plu.Nic.7. II rotalion, revolution, στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας π. Pl.Plt.270a; τοῦ οὐρανοῦ Arist.Mu.399a2; of the moon, Plu.2.923c; π. περὶ τὸν ἄξονα Hierocl. in CA24p.474M.; τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαί Luc.Salt.71; ἡ τῆς ψυχῆς π. Plot.2.1.3. 2 in Tactics, wheeling, J.BJ3.5.7, Ael.Tact.18.4 (both pl.). 3 circuit, καμπὴ καὶ π. Plu.2.819a, cf. 407c. 4 circumference, ὀστέων, λοβῶν, Aret.SD1.8, 13. 5 enclosure, π. φυτώδης, of a grass-plot, Erot. s.v. ἐκχλοιούμενα. 6 Rhet., rounding of a period, Demetr.Eloc.19; ἐκ περιαγωγῆς συντεθεῖσθαι Anon.Fig.p.114S.
German (Pape)
[Seite 568] ἡ, das Herumführen, das Umwenden; στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας περιαγωγάς, Plat. Polit. 269 e; der Schleuder, Pol. 27, 9, 6; Sp., bes. Plut., auch = Umschweif, List, vgl. reip. ger. praec. 25, πολλὰ γὰρ ἀπ' εὐθείας οὐκ ἔστιν ἐξῶσαι τῶν ἀλυσιτελῶν, ἀλλὰ δεῖ τινος καμπῆς καὶ περιαγωγῆς.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰγωγή: ἡ, τὸ περιάγειν, ἡ περιστροφὴ, ὄνου Ἱππ. γμ. 733· ἐπιδέσιος ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 827· τοῦ οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 17· ἡ περιδίνης σφενδόνης, Πολύβ. 27. 9, 6· - μεταφορ., περισπασμός, περιπλάνησις ἔκ τινος αἰτίας, Πλούτ. 2. 588D. 2) τὸ κομίζειν πέριξ, τὴν περιαγωγὴν τῶν ἐπιτηδείων ὁ αὐτ. ἐν Νικ. 7. ΙΙ. τὸ περιστρέφεσθαι, περιστρφή, στρέφεσθαι διττὰς καὶ ἐναντίας π. Πλάτ. Πολιτ. 269Ε, πρβλ. Πολ. 518D· τῆς ὀρχηστικῆς περιαγωγαὶ Λουκ. π. Ὀρχ. 71· π. τῆς σελήνης, τῶν ἀστέρων Πλούτ. 2. 923C, κτλ. 2) τὸ περιάγειν τι, μὴ ποιεῖν αὐτὸ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ διὰ πλαγίου τρόπου, πολλὰ γὰρ ἀπ’ εὐθείας οὐκ ἔστιν ἐξῶσαι τῶν ἀλυσιτελῶν, ἀλλὰ δεῖ τινος ἁμωσγέπως καμπῆς καὶ περιαγωγῆς Πλούτ. 2. 818F, πρβλ. 407C. 3) ἐφέλκυσις ἢ μετάβασις, ἡ πρὸς τὰ νοητὰ οἰκείωσις κατὰ φύσιν περιαγωγὴ τῷ γνωστικῷ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν γίνεται Κλήμ. Ἀλ. 631. 4) περιφέρεια, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. 5) ἐστρογγυλωμένη περίοδος, Δημ. Φαληρ. Περὶ Ἑρμην. ἐν Ρήτ. (Walz) τ. 9, σ. 26 καὶ 104 ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς σελίδος.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de conduire autour, de faire tourner ; particul. action de faire tournoyer (une fronde) ; fig. action de disperser çà et là, de distraire;
2 action de tourner autour, détour, mouvement circulaire, rotation, révolution (de l’univers, des astres, etc.) ; les mouvements circulaires d’une danse.
Étymologie: περιάγω.