φλογμός: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλογμός''': ὁ, [[φλόξ]], [[λάμψις]], [[οἷον]] ἀστραπῆς, φλ. [[ὥστε]] Διὸς Εὐρ. Ἑλ. 1162· πυρὸς φλ. ὁ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 831, πρβλ. 1019, ἐν Ἑκ. 74· [[πυρώδης]] [[θερμότης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 940· ἐπὶ τῆς καιούσης λάβας, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 33 ― ἐν τῷ πληθ., Ἐρατοσθ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Σ. 468. 2) [[φλόγωσις]], [[φλεγμονή]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, πρβλ. 908F, κ. ἀλλ.· [[πυρετώδης]] [[θερμότης]], Λουκιαν. Περεγρ. 44. 3) μεταφορ., ἡ [[θέρμη]] τῆς ὀργῆς, ἢ τοῦ πάθους, Φίλων, Βυζ. | |lstext='''φλογμός''': ὁ, [[φλόξ]], [[λάμψις]], [[οἷον]] ἀστραπῆς, φλ. [[ὥστε]] Διὸς Εὐρ. Ἑλ. 1162· πυρὸς φλ. ὁ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 831, πρβλ. 1019, ἐν Ἑκ. 74· [[πυρώδης]] [[θερμότης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 940· ἐπὶ τῆς καιούσης λάβας, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 33 ― ἐν τῷ πληθ., Ἐρατοσθ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Σ. 468. 2) [[φλόγωσις]], [[φλεγμονή]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, πρβλ. 908F, κ. ἀλλ.· [[πυρετώδης]] [[θερμότης]], Λουκιαν. Περεγρ. 44. 3) μεταφορ., ἡ [[θέρμη]] τῆς ὀργῆς, ἢ τοῦ πάθους, Φίλων, Βυζ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> rayonnement <i>ou</i> ardeur du soleil;<br /><b>2</b> fièvre ardente.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A flame, blaze, as of lightning, πυρὸς φ. ὁ Διός E. Supp. 831 (lyr.), cf. 1019 (lyr.), Hec.474 (lyr.), f.l. in Hel.1162 (lyr.); fiery heat, A.Eu.940 (lyr.); of burning lava, Arist.Mu.400b4: of the funeral pyre, prob. in Supp.Epigr.4.719 (Bithynia); pl., Eratosth. ap. Sch.Il.18.468. b fire, Ph.1.118. 2 inflammation, Hipp.VM19, VC15, al.; feverish heat, Luc.Peregr.44. 3 metaph., heat of passion, Ph.1.166,238.
German (Pape)
[Seite 1292] ὁ, das Brennen, die Entzündung; ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. Eum. 900; Διός, der Blitz, Eur. Suppl. 856; Hippocr. u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 1.
Greek (Liddell-Scott)
φλογμός: ὁ, φλόξ, λάμψις, οἷον ἀστραπῆς, φλ. ὥστε Διὸς Εὐρ. Ἑλ. 1162· πυρὸς φλ. ὁ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 831, πρβλ. 1019, ἐν Ἑκ. 74· πυρώδης θερμότης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940· ἐπὶ τῆς καιούσης λάβας, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 33 ― ἐν τῷ πληθ., Ἐρατοσθ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Σ. 468. 2) φλόγωσις, φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, πρβλ. 908F, κ. ἀλλ.· πυρετώδης θερμότης, Λουκιαν. Περεγρ. 44. 3) μεταφορ., ἡ θέρμη τῆς ὀργῆς, ἢ τοῦ πάθους, Φίλων, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 rayonnement ou ardeur du soleil;
2 fièvre ardente.
Étymologie: φλέγω.