ὀβελίσκος: Difference between revisions
δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀβελίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ὀβελός]], μικρὸς [[ὀβελός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1007, Σφ. 354, Ὄρν. 388, 672, Ξεν., κτλ. 2) σιδηροῦν ἢ χαλκοῦν [[νόμισμα]] φέρον τὸν τύπον ὀβελοῦ, Πλουτ. Λύσ. 17, Φάβ. 27· πρβλ. ὀβολὸς ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ [[ἐργαλεῖον]], τὸ [[σκέλος]] διαβήτου, Ἀριστοφ. Νεφ. 178· ξίφους [[λεπίς]], Πολύβ. 6. 23, 7· ἡ σιδηρᾶ αἰχμὴ τοῦ Ρωμ. pilum, Διον. Ἁλ. 5. 46. ΙΙΙ. = ὀβελὸς Ι. 2, [[τετράγωνος]] [[στήλη]] εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b. 14, Πλίν. 36. 14-16· πρβλ. Zoëga de Obeliscis (Romae 1797). | |lstext='''ὀβελίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ὀβελός]], μικρὸς [[ὀβελός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1007, Σφ. 354, Ὄρν. 388, 672, Ξεν., κτλ. 2) σιδηροῦν ἢ χαλκοῦν [[νόμισμα]] φέρον τὸν τύπον ὀβελοῦ, Πλουτ. Λύσ. 17, Φάβ. 27· πρβλ. ὀβολὸς ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ [[ἐργαλεῖον]], τὸ [[σκέλος]] διαβήτου, Ἀριστοφ. Νεφ. 178· ξίφους [[λεπίς]], Πολύβ. 6. 23, 7· ἡ σιδηρᾶ αἰχμὴ τοῦ Ρωμ. pilum, Διον. Ἁλ. 5. 46. ΙΙΙ. = ὀβελὸς Ι. 2, [[τετράγωνος]] [[στήλη]] εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b. 14, Πλίν. 36. 14-16· πρβλ. Zoëga de Obeliscis (Romae 1797). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> petite broche à rôtir;<br /><b>2</b> monnaie de fer <i>ou</i> de cuivre qui portait l’empreinte d’une broche.<br />'''Étymologie:''' [[ὀβελός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ὀβελός I,
A small spit, skewer, Ar.Ach. 1007, Nu.178, V.354, Av.388, 672, Sotad. Com.1.10, X.HG3.3.7, Arist.Pol.1324b19, PEleph.5.2 (iii B. C.), etc. 2 pl., spits used as money, Plu.Lys.17, Fab.27 ; cf. ὀβολός fin. 3 nail, IG12.313.141 (prob.), 11(2).148.70 (Delos, iii B. C., pl.). 4 = subula, Gloss. 5 window bar, ib. (pl.). II anything shaped like a spit : the blade of a two-edged sword, Plb.6.23.7 ; the iron head of the Roman pilum, D.H.5.46. III obelisk, D.S.1.46, Str.17.1.27, Plin.HN36.64. IV drainage-conduit, οἱ ἐν τοῖς τείχεσιν ὀ. D.S.19.45, cf. IG 9(1).692.14 (Corc., ii B. C.) ; so perh. περὶ τοῦ πιλῶνος (= πυλῶνος) καὶ τοὐβιλίσκου (= τοῦ ὀβελίσκου) PLond.2.391.2 (vi A. D.) ; cf. ὀβολίσκος 1.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, eigtl. dim. von ὀβελός, ein kleiner Spieß, Bratspieß; Ar. Nubb. 471 Av. 388 u. öfter; τῆς μαχαίρας, Pol. 6, 23, 7, die Degenklinge; auch von der eisernen Spitze am römischen pilum, D. Hal. 5, 46. – Nach Plut. Lys. 17 Fab. Max. 27 haben ὀβελίσκοι, νομίσματα σιδηρᾶ ἢ χαλκᾶ, entweder wirklich spießförmige od. mit einem Spieße geprägte Münzen, die Veranlassung zu dem Namen ὀβολός gegeben.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβελίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὀβελός, μικρὸς ὀβελός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1007, Σφ. 354, Ὄρν. 388, 672, Ξεν., κτλ. 2) σιδηροῦν ἢ χαλκοῦν νόμισμα φέρον τὸν τύπον ὀβελοῦ, Πλουτ. Λύσ. 17, Φάβ. 27· πρβλ. ὀβολὸς ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ ἐργαλεῖον, τὸ σκέλος διαβήτου, Ἀριστοφ. Νεφ. 178· ξίφους λεπίς, Πολύβ. 6. 23, 7· ἡ σιδηρᾶ αἰχμὴ τοῦ Ρωμ. pilum, Διον. Ἁλ. 5. 46. ΙΙΙ. = ὀβελὸς Ι. 2, τετράγωνος στήλη εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα, Συλλ. Ἐπιγρ. 1838b. 14, Πλίν. 36. 14-16· πρβλ. Zoëga de Obeliscis (Romae 1797).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 petite broche à rôtir;
2 monnaie de fer ou de cuivre qui portait l’empreinte d’une broche.
Étymologie: ὀβελός.