ὑπομονή: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπομονή''': ἡ, τὸ μένειν [[ὀπίσω]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Διον. Ἁλ. 1. 44. ΙΙ. τὸ ὑπομένειν, [[καρτερία]], ἀπὸ ἀνανδρίας γὰρ ἢ δειλίας ἡ ὑπομονὴ καὶ τὸ ἀμύνεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 13· [[οὔτε]] ὑπομονὴ (θανάτου δηλ.) καλόν, εἰ μετ’ ὀλιγωρίας γίνοιτο τοῦ ζῆν Πλουτ. Πελοπίδ. 1, κλπ.· ἐπὶ φυτῶν, τῆς δὲ ὑπομονῆς αἴτιον ἡ [[ὑγρότης]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 3. 2) [[μετὰ]] γεν., τὸ ὑπομένειν τι, ἀσκεῖν ὑπομονὴν ἔν τινι, ὑπομονὴ λύπης [[ἕνεκα]] τοῦ καλοῦ· ὑπομονὴ πόνων [[ἕνεκα]] τοῦ καλοῦ Πλάτ. Ὅροι 412C, ἐν λ. [[καρτερία]]· ἡ μὴ ὑπ. ὑβριζομένων Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18· πολέμου Πολύβ. 4. 51, 1· ἡ τῆς μαχαίρας ὑπ. τῶν πληγῶν, ἡ [[δύναμις]] τῆς μαχαίρας εἰς τὸ νὰ ἀντέχῃ εἰς τὰ κτυπήματα, ὁ αὐτ. 15. 15, 8. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[τόλμα]], τὸ ὑπομένειν, ἀνέχεσθαι ἀκούειν ἢ πράττειν τι, ἰδίως αἰσχρόν, ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονὴ αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων Θεοφρ. Χαρακτ. 6 (16 ἔκδ. Jebb). | |lstext='''ὑπομονή''': ἡ, τὸ μένειν [[ὀπίσω]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Διον. Ἁλ. 1. 44. ΙΙ. τὸ ὑπομένειν, [[καρτερία]], ἀπὸ ἀνανδρίας γὰρ ἢ δειλίας ἡ ὑπομονὴ καὶ τὸ ἀμύνεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 13· [[οὔτε]] ὑπομονὴ (θανάτου δηλ.) καλόν, εἰ μετ’ ὀλιγωρίας γίνοιτο τοῦ ζῆν Πλουτ. Πελοπίδ. 1, κλπ.· ἐπὶ φυτῶν, τῆς δὲ ὑπομονῆς αἴτιον ἡ [[ὑγρότης]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 3. 2) [[μετὰ]] γεν., τὸ ὑπομένειν τι, ἀσκεῖν ὑπομονὴν ἔν τινι, ὑπομονὴ λύπης [[ἕνεκα]] τοῦ καλοῦ· ὑπομονὴ πόνων [[ἕνεκα]] τοῦ καλοῦ Πλάτ. Ὅροι 412C, ἐν λ. [[καρτερία]]· ἡ μὴ ὑπ. ὑβριζομένων Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18· πολέμου Πολύβ. 4. 51, 1· ἡ τῆς μαχαίρας ὑπ. τῶν πληγῶν, ἡ [[δύναμις]] τῆς μαχαίρας εἰς τὸ νὰ ἀντέχῃ εἰς τὰ κτυπήματα, ὁ αὐτ. 15. 15, 8. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[τόλμα]], τὸ ὑπομένειν, ἀνέχεσθαι ἀκούειν ἢ πράττειν τι, ἰδίως αἰσχρόν, ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονὴ αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων Θεοφρ. Χαρακτ. 6 (16 ἔκδ. Jebb). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action de rester en arrière, de rester là;<br /><b>2</b> pourvoir <i>ou</i> force de résistance, <i>au mor.</i> persévérance;<br /><b>II.</b> action de supporter sans fléchir <i>ou</i> sans se laisser entamer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπομένω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A remaining behind, Arist.Rh.1410a4, D.H.1.44. II endurance, τῶν ἀκουσίων πόνων Democr.240; λύπης Pl.Def.412c; ἡ μὴ ὑ. ἀτιμαζομένων Arist.APo.97b24, cf. Rh.1384a21; εὐχερὴς τῆς ἀποτέξεως ὑ. Sor.1.46; πολέμου Plb.4.51.1; [θανάτου] Plu.Pel.1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑ. τῶν πληγῶν the sword's power to sustain blows, Plb. 15.15.8. 2 in bad sense, obstinacy, Demetr.Lac.Herc.1012.47. 3 of plants, power to endure, Thphr.CP5.16.3. III enduring to do, αἰσχρῶν ἔργων Id.Char.6.1.
German (Pape)
[Seite 1226] ἡ, das Zurückbleiben, Zuhausebleiben; – das Ausharren, Ertragen, die Geduld, Standhaftigkeit, λύπης Plat. def. 412 b; τοῦ πολέμου Pol. 4, 51, 1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑπομονὴ τῶν πληγῶν, das Halten des Schwertes gegen Hiebe, 15, 15, 8; – das über sich Ergehenlassen, bes. das sich Hingeben zu schlechten Handlungen, Theophr. char. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομονή: ἡ, τὸ μένειν ὀπίσω, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Διον. Ἁλ. 1. 44. ΙΙ. τὸ ὑπομένειν, καρτερία, ἀπὸ ἀνανδρίας γὰρ ἢ δειλίας ἡ ὑπομονὴ καὶ τὸ ἀμύνεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 13· οὔτε ὑπομονὴ (θανάτου δηλ.) καλόν, εἰ μετ’ ὀλιγωρίας γίνοιτο τοῦ ζῆν Πλουτ. Πελοπίδ. 1, κλπ.· ἐπὶ φυτῶν, τῆς δὲ ὑπομονῆς αἴτιον ἡ ὑγρότης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 3. 2) μετὰ γεν., τὸ ὑπομένειν τι, ἀσκεῖν ὑπομονὴν ἔν τινι, ὑπομονὴ λύπης ἕνεκα τοῦ καλοῦ· ὑπομονὴ πόνων ἕνεκα τοῦ καλοῦ Πλάτ. Ὅροι 412C, ἐν λ. καρτερία· ἡ μὴ ὑπ. ὑβριζομένων Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18· πολέμου Πολύβ. 4. 51, 1· ἡ τῆς μαχαίρας ὑπ. τῶν πληγῶν, ἡ δύναμις τῆς μαχαίρας εἰς τὸ νὰ ἀντέχῃ εἰς τὰ κτυπήματα, ὁ αὐτ. 15. 15, 8. ΙΙΙ. ὡς τὸ τόλμα, τὸ ὑπομένειν, ἀνέχεσθαι ἀκούειν ἢ πράττειν τι, ἰδίως αἰσχρόν, ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονὴ αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων Θεοφρ. Χαρακτ. 6 (16 ἔκδ. Jebb).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. 1 action de rester en arrière, de rester là;
2 pourvoir ou force de résistance, au mor. persévérance;
II. action de supporter sans fléchir ou sans se laisser entamer, gén..
Étymologie: ὑπομένω.