παράδεισος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράδεισος''': ὁ, περιπεφραγμένος λειμὼν ἢ [[τόπος]] ἀναψυχῆς καὶ διασκεδάσεως, [[κατάφυτος]] καὶ [[πλήρης]] θηρίων, [[λέξις]] Ἀσιατικὴ πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ Ξεν., ἀείποτε ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τοὺς κήπους τῶν τῆς Περσίας Βασιλέων, [[παράδεισος]] [[μέγας]] ἀγρίων θηρίων [[πλήρης]] Ἀνάβ. 1. 2, 7· π. δασὺς παντοίων δένδρων [[αὐτόθι]] 2. 4, 14· τὰ ἐν π. θηρία Κύρ. 1. 3, 14· θῆραι... ἐν περιειργμένοις παραδείσοις Ἑλλ. 4. 1, 15, πρβλ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· [[ὡσαύτως]] (ὡς φαίνεται) ἐπὶ μακρῶν περιφράκτων τόπων ἢ κηπαρίων, Ἐπιγραφ. Καρ. εἰς Συλλ. Ἐπιγραφ. 2694b, πρβλ. 4697. 15· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 8) ἐπὶ τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ· καὶ ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ τῆς κατοικίας τῶν σεσωσμένων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 43· π. τοῦ θεοῦ Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 4· πρβλ. π. τῶν δικαίων Φωτ. Βιβλ. 288. 41· ― γῆ παραδεισιακή, ὁμοία πρὸς παράδεισον ἢ κῆπον, παράφρ. Διον. Π. σ. 390 Bernh. II. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικ. ποιηταῖς ἐπὶ ἀνθρώπου μωροῦ, ὅρα Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 5, σελ. 124. (Ἐν τῇ Ζενδ. pairidaéza σημαίνει περίβολον, καὶ ἐν τῇ Ἀρμεν. pardéz κῆπον περίφρακτον· τοῦτο δὲ παραβαλλόμενον πρὸς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ξεν. ἤνεγκε τὴν λέξιν ἐκ τῆς Περσίας δεικνύει ὅτι αὕτη [[εἶναι]] Περσική, ὡς ὁ Φώτιος καὶ ὁ [[Πολυδ]]. ἰσχυρίζονται· οὐδεμία [[ἀμφιβολία]] ὅτι τὸ Ἑβρ. pardès, ὅπε ὁμοίως λέγεται ἐπὶ τοῦ παραδείσου τοῦ τῶν Περσῶν βασιλέως (Νεεμ. Β΄, 8, πρβλ. ᾎσμα ᾈσμάτων Δ΄, 12, Ἐκκλ. Β΄, 5), παρελήφθη ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς. - Τὸ Σανσκρ. paradesa, [[ξένη]] [[χώρα]], δὲν δύναται νὰ συγγενεύῃ πρὸς αὐτό, Müller Chips. 4. 22).
|lstext='''παράδεισος''': ὁ, περιπεφραγμένος λειμὼν ἢ [[τόπος]] ἀναψυχῆς καὶ διασκεδάσεως, [[κατάφυτος]] καὶ [[πλήρης]] θηρίων, [[λέξις]] Ἀσιατικὴ πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ Ξεν., ἀείποτε ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τοὺς κήπους τῶν τῆς Περσίας Βασιλέων, [[παράδεισος]] [[μέγας]] ἀγρίων θηρίων [[πλήρης]] Ἀνάβ. 1. 2, 7· π. δασὺς παντοίων δένδρων [[αὐτόθι]] 2. 4, 14· τὰ ἐν π. θηρία Κύρ. 1. 3, 14· θῆραι... ἐν περιειργμένοις παραδείσοις Ἑλλ. 4. 1, 15, πρβλ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· [[ὡσαύτως]] (ὡς φαίνεται) ἐπὶ μακρῶν περιφράκτων τόπων ἢ κηπαρίων, Ἐπιγραφ. Καρ. εἰς Συλλ. Ἐπιγραφ. 2694b, πρβλ. 4697. 15· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 8) ἐπὶ τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ· καὶ ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ τῆς κατοικίας τῶν σεσωσμένων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 43· π. τοῦ θεοῦ Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 4· πρβλ. π. τῶν δικαίων Φωτ. Βιβλ. 288. 41· ― γῆ παραδεισιακή, ὁμοία πρὸς παράδεισον ἢ κῆπον, παράφρ. Διον. Π. σ. 390 Bernh. II. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικ. ποιηταῖς ἐπὶ ἀνθρώπου μωροῦ, ὅρα Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 5, σελ. 124. (Ἐν τῇ Ζενδ. pairidaéza σημαίνει περίβολον, καὶ ἐν τῇ Ἀρμεν. pardéz κῆπον περίφρακτον· τοῦτο δὲ παραβαλλόμενον πρὸς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ξεν. ἤνεγκε τὴν λέξιν ἐκ τῆς Περσίας δεικνύει ὅτι αὕτη [[εἶναι]] Περσική, ὡς ὁ Φώτιος καὶ ὁ [[Πολυδ]]. ἰσχυρίζονται· οὐδεμία [[ἀμφιβολία]] ὅτι τὸ Ἑβρ. pardès, ὅπε ὁμοίως λέγεται ἐπὶ τοῦ παραδείσου τοῦ τῶν Περσῶν βασιλέως (Νεεμ. Β΄, 8, πρβλ. ᾎσμα ᾈσμάτων Δ΄, 12, Ἐκκλ. Β΄, 5), παρελήφθη ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς. - Τὸ Σανσκρ. paradesa, [[ξένη]] [[χώρα]], δὲν δύναται νὰ συγγενεύῃ πρὸς αὐτό, Müller Chips. 4. 22).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />parc, lieu planté d’arbres où l’on entretient des animaux.<br /><i><b>Étym.</b> pers.</i> paradaiza.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰρᾰδεισος Medium diacritics: παράδεισος Low diacritics: παράδεισος Capitals: ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Transliteration A: parádeisos Transliteration B: paradeisos Transliteration C: paradeisos Beta Code: para/deisos

English (LSJ)

ὁ (also παράδισος SIG463.8 (Crete, iii B. C.)),

   A enclosed park or pleasure-ground, Oriental word first used by X., always in reference to the parks of the Persian kings and nobles; π. μέγας ἀγρίων θηρίων πλήρης An.1.2.7; π. δασὺς παντοίων δένδρων ib.2.4.14; τὰ ἐν π. θηρία Cyr. 1.3.14; θῆραι . . ἐν περιειργμένοις παραδείσοις HG4.1.15, cf. Thphr.HP 4.4.1, AJA16.13 (Sardes, 300 B.C.), LXX Ne.2.8, Plu.Art.25.    2 generally, garden, orchard, PRev.Laws 33.11 (iii B. C.), PCair.Zen. 33.3 (iii B. C.), OGI90.15 (Rosetta, ii B. C.), LXX Ca.4.13, Ec.2.5, CIG 2694b (Mylasa), PFay.55.7 (ii A. D.), etc.    3 the garden of Eden, LXX Ge.2.8.    b Paradise, the abode of the blessed, Ev.Luc.23.43, 2 Ep.Cor.12.4.    c expl. of μακάρων νῆσοι, Procl. ad Hes.Op.169.    II stupid fellow, Com.Adesp.1102. (Persian word, cf. Poll.9.13, Phot., and Avest. pairidaēza- 'enclosure'.)

German (Pape)

[Seite 476] ὁ, Thiergarten, Park, persisches Wort; παραδείσους μεστοὺς δένδρων καὶ θηρίων, Xen. Hell. 4, 1, 15, vgl. Cyr. 1, 4, 11 Oec. 4, 20; Clearch. bei Ath. XII, 515 e u. A. – Das Paradies, LXX u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παράδεισος: ὁ, περιπεφραγμένος λειμὼν ἢ τόπος ἀναψυχῆς καὶ διασκεδάσεως, κατάφυτος καὶ πλήρης θηρίων, λέξις Ἀσιατικὴ πρῶτον ἐν χρήσει παρὰ Ξεν., ἀείποτε ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τοὺς κήπους τῶν τῆς Περσίας Βασιλέων, παράδεισος μέγας ἀγρίων θηρίων πλήρης Ἀνάβ. 1. 2, 7· π. δασὺς παντοίων δένδρων αὐτόθι 2. 4, 14· τὰ ἐν π. θηρία Κύρ. 1. 3, 14· θῆραι... ἐν περιειργμένοις παραδείσοις Ἑλλ. 4. 1, 15, πρβλ. Πλουτ. Ἀρτοξ. 25· ὡσαύτως (ὡς φαίνεται) ἐπὶ μακρῶν περιφράκτων τόπων ἢ κηπαρίων, Ἐπιγραφ. Καρ. εἰς Συλλ. Ἐπιγραφ. 2694b, πρβλ. 4697. 15· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 8) ἐπὶ τοῦ κήπου τῆς Ἐδέμ· καὶ ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ τῆς κατοικίας τῶν σεσωσμένων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 43· π. τοῦ θεοῦ Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 4· πρβλ. π. τῶν δικαίων Φωτ. Βιβλ. 288. 41· ― γῆ παραδεισιακή, ὁμοία πρὸς παράδεισον ἢ κῆπον, παράφρ. Διον. Π. σ. 390 Bernh. II. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικ. ποιηταῖς ἐπὶ ἀνθρώπου μωροῦ, ὅρα Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 5, σελ. 124. (Ἐν τῇ Ζενδ. pairidaéza σημαίνει περίβολον, καὶ ἐν τῇ Ἀρμεν. pardéz κῆπον περίφρακτον· τοῦτο δὲ παραβαλλόμενον πρὸς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ξεν. ἤνεγκε τὴν λέξιν ἐκ τῆς Περσίας δεικνύει ὅτι αὕτη εἶναι Περσική, ὡς ὁ Φώτιος καὶ ὁ Πολυδ. ἰσχυρίζονται· οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι τὸ Ἑβρ. pardès, ὅπε ὁμοίως λέγεται ἐπὶ τοῦ παραδείσου τοῦ τῶν Περσῶν βασιλέως (Νεεμ. Β΄, 8, πρβλ. ᾎσμα ᾈσμάτων Δ΄, 12, Ἐκκλ. Β΄, 5), παρελήφθη ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς. - Τὸ Σανσκρ. paradesa, ξένη χώρα, δὲν δύναται νὰ συγγενεύῃ πρὸς αὐτό, Müller Chips. 4. 22).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
parc, lieu planté d’arbres où l’on entretient des animaux.
Étym. pers. paradaiza.