πάρημαι: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάρημαι''': [[κυρίως]] παθ. πρκμ. τοῦ [[παρίζω]], [[κάθημαι]] πλησίον, [[μετὰ]] δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ [[καθόλου]], κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) [[κάθημαι]] πλησίον, παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]] Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ [[ἧπαρ]] τοῦ Τιτυοῦ, [[ἑκάτερθε]] παρημένῳ [[ἧπαρ]] ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ [[καθόλου]], εἶμαι παρὼν ἢ [[πρόχειρος]], Τ. 209. | |lstext='''πάρημαι''': [[κυρίως]] παθ. πρκμ. τοῦ [[παρίζω]], [[κάθημαι]] πλησίον, [[μετὰ]] δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ [[καθόλου]], κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) [[κάθημαι]] πλησίον, παρήμενοι [[ἄλλοθεν]] [[ἄλλος]] Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ [[ἧπαρ]] τοῦ Τιτυοῦ, [[ἑκάτερθε]] παρημένῳ [[ἧπαρ]] ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ [[καθόλου]], εἶμαι παρὼν ἢ [[πρόχειρος]], Τ. 209. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>inf.</i> παρῆσθαι, <i>impf.</i> παρήμην;<br />être assis auprès de, τινι ; <i>p. ext.</i> rester auprès de, à côté de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἧμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
used as pf. Pass. of παρίζω,
A to be seated beside or by, c. dat., only part., νηυσὶ παρήμενος seated by... Il.1.421,488 ; Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη E.Supp.290 ; ἀλλοτρίοισι π. seated at another man's table, Od. 17.456 : generally, dwell beside, σύεσσι π. 13.407. 2 abs., sit by or near, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Il.9.311, cf. Od.19.209 ; of the vultures of Tityos, ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον 11.578.
German (Pape)
[Seite 520] inf. παρῆσθαι, dabei sitzen; c. dat., νηυσί, Il. 1, 421; absol., Od. 11, 578. 14, 375; öfter in tmesi, bei Einem sitzen, um sich mit ihm zu unterhalten, übh. bei Einem verweilen, Od. 13, 407. 17, 456; anwesend sein, 19, 209; mit dem Nebenbegriffe lästiger, feindlicher Nähe, Il. 9, 311 Od. 18, 231; Eur. Suppl. 290 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 513.
Greek (Liddell-Scott)
πάρημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ παρίζω, κάθημαι πλησίον, μετὰ δοτικ., ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., νηυσὶ παρήμενος, καθήμενος πλησίον..., Ἰλ. Α. 421, κτλ.˙ Δηοῦς ἐσχάραις παρημένη Εὐρ. Ἱκέτ. 390˙ ἀλλοτρίοισι π., καθήμενος παρὰ τὰς τραπέζας ἄλλων, Ὀδ. Ρ. 456˙ καθόλου, κατοικῶ μετά τινος, σύεσσι π. Ν. 407. 2) κάθημαι πλησίον, παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος Ἰλ. Ι. 311˙ ἐπὶ τῶν γυπῶν τῶν κειρόντων τὸ ἧπαρ τοῦ Τιτυοῦ, ἑκάτερθε παρημένῳ ἧπαρ ἔκειρον Ὀδ. Λ. 578˙ καθόλου, εἶμαι παρὼν ἢ πρόχειρος, Τ. 209.
French (Bailly abrégé)
inf. παρῆσθαι, impf. παρήμην;
être assis auprès de, τινι ; p. ext. rester auprès de, à côté de, τινι.
Étymologie: παρά, ἧμαι.