παρόρμησις: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρόρμησις''': ἡ, [[παρακίνησις]], [[προτροπή]], εἴς τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 25, διάφορ. γραφὴ ἐν Κύρ. 1. 6, 19, Πολυβ. 6. 39, 8. | |lstext='''παρόρμησις''': ἡ, [[παρακίνησις]], [[προτροπή]], εἴς τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 25, διάφορ. γραφὴ ἐν Κύρ. 1. 6, 19, Πολυβ. 6. 39, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’exciter, de stimuler, incitation.<br />'''Étymologie:''' [[παρορμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A urging on, incilement, εἴς τι X.Eq.Mag.1.25, v.l. in Cyr.1.6.19, cf. Plb. 6.39.8, Phld.Mus.p.98 K., Andronic. Rhod.p.572 M.; ἐπί τι Iamb. Protr.5 ; τινος ib.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 527] ἡ, das Treiben, Ermuntern, εἴς τι, Xen. Hipparch. 1, 25; Pol. 6, 39, 8 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρμησις: ἡ, παρακίνησις, προτροπή, εἴς τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 25, διάφορ. γραφὴ ἐν Κύρ. 1. 6, 19, Πολυβ. 6. 39, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’exciter, de stimuler, incitation.
Étymologie: παρορμέω.