πρηών: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρηών''': -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[πρών]], ὡς δ’ ὅτ’ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 437, πρβλ. Κόλουθ. 14 καὶ 102, Νικ. Ἀλεξιφ. 104· δοτ. πληθ. πρηόσιν ἐν Καλλ. Ἀρτέμ. 52· ― πρβλ. [[πρεών]].
|lstext='''πρηών''': -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. [[τύπος]] τοῦ [[πρών]], ὡς δ’ ὅτ’ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 437, πρβλ. Κόλουθ. 14 καὶ 102, Νικ. Ἀλεξιφ. 104· δοτ. πληθ. πρηόσιν ἐν Καλλ. Ἀρτέμ. 52· ― πρβλ. [[πρεών]].
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />roche escarpée, pic ; colline.<br />'''Étymologie:''' épq. c. [[πρών]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρηών Medium diacritics: πρηών Low diacritics: πρηών Capitals: ΠΡΗΩΝ
Transliteration A: prēṓn Transliteration B: prēōn Transliteration C: prion Beta Code: prhw/n

English (LSJ)

   A v. πρών.

German (Pape)

[Seite 700] ῶνος, ὁ, vorspringender Felsen, Bergspitze, jäh abschüssiger Berg; Hes. Sc. 437 u. sp. D., wie Coluth. 14. 102. Vgl. πρών, πρεών.

Greek (Liddell-Scott)

πρηών: -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. τύπος τοῦ πρών, ὡς δ’ ὅτ’ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 437, πρβλ. Κόλουθ. 14 καὶ 102, Νικ. Ἀλεξιφ. 104· δοτ. πληθ. πρηόσιν ἐν Καλλ. Ἀρτέμ. 52· ― πρβλ. πρεών.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
roche escarpée, pic ; colline.
Étymologie: épq. c. πρών.