προσκεφάλαιον: Difference between revisions
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκεφάλαιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «προσκέφαλον» πρὸς στήριξιν τῆς κεφαλῆς [[κυρίως]], Ἱππ. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Πλ. 542, Λυσ. 121. 37, κτλ.· ― ἀκολούθως [[καθόλου]] καὶ ἐπὶ ἄλλων χρήσεων ὡς ἡ [[λέξις]] «μαξιλάρι», = ναυτικὸν [[ὑπηρέσιον]] Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 18, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώτῃ» 5, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 2· ― πρβλ. [[ποτίκρανον]]. ΙΙ. [[προσκεφάλαιον]] βασιλικόν, [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο οἴκημά τι πλησίον τῆς κεφαλῆς τῆς κλίνης τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν, ἐν ᾧ ἔκειντο διὰ παντὸς πεντακισχίλια τάλαντα χρυσίου, Χάρης ὁ Μυτιληναῖος παρ’ Ἀθην. 514F | |lstext='''προσκεφάλαιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «προσκέφαλον» πρὸς στήριξιν τῆς κεφαλῆς [[κυρίως]], Ἱππ. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Πλ. 542, Λυσ. 121. 37, κτλ.· ― ἀκολούθως [[καθόλου]] καὶ ἐπὶ ἄλλων χρήσεων ὡς ἡ [[λέξις]] «μαξιλάρι», = ναυτικὸν [[ὑπηρέσιον]] Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 18, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώτῃ» 5, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 2· ― πρβλ. [[ποτίκρανον]]. ΙΙ. [[προσκεφάλαιον]] βασιλικόν, [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο οἴκημά τι πλησίον τῆς κεφαλῆς τῆς κλίνης τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν, ἐν ᾧ ἔκειντο διὰ παντὸς πεντακισχίλια τάλαντα χρυσίου, Χάρης ὁ Μυτιληναῖος παρ’ Ἀθην. 514F | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />oreiller ; <i>postér.</i> coussin <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κεφαλή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A cushion for the head, pillow, Hp.Fract.16, Ar.Pl. 542, Lys.12.18, etc.: generally, any cushion, Cratin.269, Hermipp. 54, Thphr.Char.2.11, PCair.Zen.92.22 (iii B.C.), LXX Ez.13.18, Ev.Marc.4.38, etc.: Dor. ποτικεφάλαιον IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); also ποικεφ-, Schwyzer 323 C 30 (Delph.). II name for a treasure-chamber of the Persian kings, Chares 2 J.
German (Pape)
[Seite 769] τό, Kopfkissen; Ar. Ach. 1090; Plat. Rep. I, 328 c; Lys. 12, 18; Sp., wie Luc. Asin. 3; auch Sitzkissen, προσκεφαλαίων θέσις, Aesch. 2, 111; Cratin. bei Poll. 10, 40; vgl. Plut. Alex. 58 u. Theophr. char. 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσκεφάλαιον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «προσκέφαλον» πρὸς στήριξιν τῆς κεφαλῆς κυρίως, Ἱππ. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Πλ. 542, Λυσ. 121. 37, κτλ.· ― ἀκολούθως καθόλου καὶ ἐπὶ ἄλλων χρήσεων ὡς ἡ λέξις «μαξιλάρι», = ναυτικὸν ὑπηρέσιον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 18, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώτῃ» 5, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 2· ― πρβλ. ποτίκρανον. ΙΙ. προσκεφάλαιον βασιλικόν, οὕτως ἐκαλεῖτο οἴκημά τι πλησίον τῆς κεφαλῆς τῆς κλίνης τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν, ἐν ᾧ ἔκειντο διὰ παντὸς πεντακισχίλια τάλαντα χρυσίου, Χάρης ὁ Μυτιληναῖος παρ’ Ἀθην. 514F
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
oreiller ; postér. coussin en gén.
Étymologie: πρός, κεφαλή.