σέλμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σέλμα''': τό, (συγγενὲς τῷ [[σελίς]];) τὸ ἀνώτερον [[σανίδωμα]] τοῦ πλοίου, τὸ [[κατάστρωμα]], Ὕμν. Ὁμ. 6. 47· μεταφορ., γεμισθεὶς [[ποτὶ]] σ. γαστρὸς ἄκρας Εὐρ. Κύκλ. 506· [[καθόλου]], [[πλοῖον]], Λυκόφρ. 1216, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15. 2) ἐν τῷ πληθ. σέλματα, καθίσματα τῶν κωπηλατῶν, Λατ. transtra, Ἀρχίλ. 4, Αἰσχύλ. Πέρσ. 358, Ἀγ. 1442, Σοφ. Ἀντ. 717, Εὐρ. Ὀρ. 242· παρ’ Ὁμήρ. ζυγά, ἂν καὶ τὸ σύνθετον [[ἐΰσσελμος]] δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[σέλμα]] δὲν ἦτο [[ἄγνωστος]] αὐτῷ. 3) [[καθόλου]], [[καθέδρα]], [[θρόνος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· πρβλ. [[ἧμαι]] ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ἐκ ξύλων [[κατασκεύασμα]], σέλματα πύργων, πιθαν. ἰκριώματα [[ὄπισθεν]] τῶν ἐπάλξεων, ἐφ’ ὧν οἱ ὑπερασπίζοντες τὸ [[τεῖχος]] ἵσταντο, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 32. 2) τεμάχια ξύλων πρὸς οἰκοδομήν, Στράβ. 222, Ἡσύχ.
|lstext='''σέλμα''': τό, (συγγενὲς τῷ [[σελίς]];) τὸ ἀνώτερον [[σανίδωμα]] τοῦ πλοίου, τὸ [[κατάστρωμα]], Ὕμν. Ὁμ. 6. 47· μεταφορ., γεμισθεὶς [[ποτὶ]] σ. γαστρὸς ἄκρας Εὐρ. Κύκλ. 506· [[καθόλου]], [[πλοῖον]], Λυκόφρ. 1216, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15. 2) ἐν τῷ πληθ. σέλματα, καθίσματα τῶν κωπηλατῶν, Λατ. transtra, Ἀρχίλ. 4, Αἰσχύλ. Πέρσ. 358, Ἀγ. 1442, Σοφ. Ἀντ. 717, Εὐρ. Ὀρ. 242· παρ’ Ὁμήρ. ζυγά, ἂν καὶ τὸ σύνθετον [[ἐΰσσελμος]] δεικνύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[σέλμα]] δὲν ἦτο [[ἄγνωστος]] αὐτῷ. 3) [[καθόλου]], [[καθέδρα]], [[θρόνος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· πρβλ. [[ἧμαι]] ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ἐκ ξύλων [[κατασκεύασμα]], σέλματα πύργων, πιθαν. ἰκριώματα [[ὄπισθεν]] τῶν ἐπάλξεων, ἐφ’ ὧν οἱ ὑπερασπίζοντες τὸ [[τεῖχος]] ἵσταντο, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 32. 2) τεμάχια ξύλων πρὸς οἰκοδομήν, Στράβ. 222, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />charpente, échafaudage, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> τὰ σέλματα banc de rameurs;<br /><b>2</b> sorte d’estrade où se tenaient les défenseurs d’une tour derrière le rebord;<br /><b>3</b> trône.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σελίς]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέλμα Medium diacritics: σέλμα Low diacritics: σέλμα Capitals: ΣΕΛΜΑ
Transliteration A: sélma Transliteration B: selma Transliteration C: selma Beta Code: se/lma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A the upper planking of a ship, deck, h.Bacch.47 (Hom. has only the compd. ἐΰσσελμος): metaph., γεμισθεὶς ποτὶ σ. γαστρὸς ἄκρας E.Cyc.506: generally, ship, Lyc.1217, Archimel. ap. Ath.5.209c.    2 pl. σέλματα, rowing-benches (in Hom. ζυγά), Archil.4, A.Pers.358, Ag.1442, S.Ant.717, E.Or.242.    3 generally, seat, throne, A.Ag.183 (lyr.).    II any timberwork, σέλματα πύργων, prob. scaffolds behind the parapet, on which the defenders of the wall stood, Id.Th.32.    2 logs of building timber, Str.5.2.5.

German (Pape)

[Seite 870] τό, das obere Getäfel, Gebälk des Schiffes, das Verdeck, H. h. 6, 47; bes. der Ort, wo der Steuermann mit den Ruderern sitzt, Ruderbank, Aesch. Ag. 1417 Pers. 350; ὑπτίοις σέλμασιν ναυτίλλεται, Soph. Ant. 713, d. i. er lehrt das Schiff um; Eur., Ar. u. in Prosa. Bei Lycophr. 1216 δίκωπον σέλμα, Kahn, wie σέλμα πέλωρον Archimel. 1 (App. 15), von dem ungeheuren Prachtschiffe des Hiero; übertr., σέλμα σεμνὸν ἥμενοι, die am Staatsruder Sitzenden, Herrschenden, Aesch. Ag. 176. – Uebh. jedes Gebälk, Gerüst, ἐπὶ σέλμασι πύργων στάθητε, Aesch. Spt. 32. – Balken od. Stämme zu Bauholz, Strab. 5, 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σέλμα: τό, (συγγενὲς τῷ σελίς;) τὸ ἀνώτερον σανίδωμα τοῦ πλοίου, τὸ κατάστρωμα, Ὕμν. Ὁμ. 6. 47· μεταφορ., γεμισθεὶς ποτὶ σ. γαστρὸς ἄκρας Εὐρ. Κύκλ. 506· καθόλου, πλοῖον, Λυκόφρ. 1216, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15. 2) ἐν τῷ πληθ. σέλματα, καθίσματα τῶν κωπηλατῶν, Λατ. transtra, Ἀρχίλ. 4, Αἰσχύλ. Πέρσ. 358, Ἀγ. 1442, Σοφ. Ἀντ. 717, Εὐρ. Ὀρ. 242· παρ’ Ὁμήρ. ζυγά, ἂν καὶ τὸ σύνθετον ἐΰσσελμος δεικνύει ὅτι ἡ λέξις σέλμα δὲν ἦτο ἄγνωστος αὐτῷ. 3) καθόλου, καθέδρα, θρόνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 183· πρβλ. ἧμαι ἐν τέλ. ΙΙ. πᾶν ἐκ ξύλων κατασκεύασμα, σέλματα πύργων, πιθαν. ἰκριώματα ὄπισθεν τῶν ἐπάλξεων, ἐφ’ ὧν οἱ ὑπερασπίζοντες τὸ τεῖχος ἵσταντο, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 32. 2) τεμάχια ξύλων πρὸς οἰκοδομήν, Στράβ. 222, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
charpente, échafaudage, particul. :
1 τὰ σέλματα banc de rameurs;
2 sorte d’estrade où se tenaient les défenseurs d’une tour derrière le rebord;
3 trône.
Étymologie: cf. σελίς.