συμπεριφορά: Difference between revisions
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπεριφορά''': ἡ, [[σχέσις]], [[συναναστροφή]], Πολύβ. 5. 26, 15, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[συνουσία]], ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Διόδ. 3. 64. ― [[ἀσωτία]], [[κραιπάλη]], Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 124B. 2) [[διάθεσις]] συμβιβαστική, [[συμμόρφωσις]], ἐνδοτικότης, [[ὑποχώρησις]], Πολύβ. 1. 72, 2, πρβλ. 24. 2, 10· σ. ποιοῦμαι χρημάτων, εἶμαι ἐνδοτικὸς περὶ τὴν ἀπαίτησιν πληρωμῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 14. | |lstext='''συμπεριφορά''': ἡ, [[σχέσις]], [[συναναστροφή]], Πολύβ. 5. 26, 15, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[συνουσία]], ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Διόδ. 3. 64. ― [[ἀσωτία]], [[κραιπάλη]], Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 124B. 2) [[διάθεσις]] συμβιβαστική, [[συμμόρφωσις]], ἐνδοτικότης, [[ὑποχώρησις]], Πολύβ. 1. 72, 2, πρβλ. 24. 2, 10· σ. ποιοῦμαι χρημάτων, εἶμαι ἐνδοτικὸς περὶ τὴν ἀπαίτησιν πληρωμῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />assiduité auprès de qqn ; liaison intime, relations ; débauche.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριφέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A intercourse, companionship, society, Plb.5.26.15, Phld.Hom.p.21 O., D.S.3.64: pl., social intercourse, Phld. Ind.Sto.3, Cat.Cod.Astr.8(4).178. 2 accommodating temper, indulgence, complaisance, UPZ110.44 (ii B.C.), Plb.1.72.2, 23.2.10, Plu. 2.124b, POxy.1590.5 (iv A.D.); ἡ τῶν νόμων σ. Epicur.(?) Oxy.215 ii7; κατὰ -ὰν λέγειν Phld.Piet.115; ἡ πρὸς τὰ τέκνα σ. καὶ ὁμόνοια OGI308.17 (Hierapolis, ii B.C.); ὄχλων Jul.Or.6.200c; σ. ποιεῖσθαι Χρημάτων to be indulgent in demanding repayment, IG12(5).860.14 (Tenos, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 987] ἡ, Umgang, Begleitung, Pol. 5, 26, 15 u. öfter, u. a. Sp.; Gefälligkeit und Nachgiebigkeit gegen Einen, συγγνώμην τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων (Tribute) διδόντες, Pol. 1, 72, 2; συμπεριφορᾶς τυγχάνειν, 24, 2, 10; dah. = Schmeichelei; Sp. auch wie συνουσία, Beischlaf, D. Sic. 3, 64.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριφορά: ἡ, σχέσις, συναναστροφή, Πολύβ. 5. 26, 15, κτλ.· ὡσαύτως ὡς τὸ συνουσία, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Διόδ. 3. 64. ― ἀσωτία, κραιπάλη, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 124B. 2) διάθεσις συμβιβαστική, συμμόρφωσις, ἐνδοτικότης, ὑποχώρησις, Πολύβ. 1. 72, 2, πρβλ. 24. 2, 10· σ. ποιοῦμαι χρημάτων, εἶμαι ἐνδοτικὸς περὶ τὴν ἀπαίτησιν πληρωμῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 14.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
assiduité auprès de qqn ; liaison intime, relations ; débauche.
Étymologie: συμπεριφέρω.