φόβη: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φόβη''': ἡ, [[θρίξ]], πῶς γὰρ ἐλπίσω ἀστῶν τιν’ ἄλλον τῆσδε δεσπόζειν φόβης; Αἰσχύλ. Χο. 188· βοστρύχων ἄκρας φόβας Σοφ. Ἠλ. 449, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1465· δρακόντων φόβαι, δηλ. οἱ ὀφιώδεις πλόκαμοι τῆς Γοργόνος, Πινδ. Π. 10. 75. 2) ἡ [[χαίτη]] τῶν ἵππων, Σοφ. Ἀποσπ. 587. 7 καὶ 10, Εὐρ. Ἄλκ. 429, Βάκχ. 1186. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ [[κόμη]], Λατ. comi, οἱ πλήρεις φύλλων κλῶνες τῶν δένδρων, τὸ [[φύλλωμα]] τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀντ. 419, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Βάκχ. 684, κλπ.· ἴων φόβαι, σωρὸς ἴων, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 18 εὐπέταλοι φόβαι Ἀνθ. Παλατ. 6. 158· ἐπὶ τῶν πτιλοειδῶν κορυφῶν τῶν καλάμων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 4, πρβλ. 4. 4, 10. (Περὶ τῆς πιθανῆς σχέσεως τῆς λέξεως ταύτης [[μετὰ]] τοῦ [[σόβη]], ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 574). | |lstext='''φόβη''': ἡ, [[θρίξ]], πῶς γὰρ ἐλπίσω ἀστῶν τιν’ ἄλλον τῆσδε δεσπόζειν φόβης; Αἰσχύλ. Χο. 188· βοστρύχων ἄκρας φόβας Σοφ. Ἠλ. 449, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1465· δρακόντων φόβαι, δηλ. οἱ ὀφιώδεις πλόκαμοι τῆς Γοργόνος, Πινδ. Π. 10. 75. 2) ἡ [[χαίτη]] τῶν ἵππων, Σοφ. Ἀποσπ. 587. 7 καὶ 10, Εὐρ. Ἄλκ. 429, Βάκχ. 1186. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ [[κόμη]], Λατ. comi, οἱ πλήρεις φύλλων κλῶνες τῶν δένδρων, τὸ [[φύλλωμα]] τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀντ. 419, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Βάκχ. 684, κλπ.· ἴων φόβαι, σωρὸς ἴων, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 18 εὐπέταλοι φόβαι Ἀνθ. Παλατ. 6. 158· ἐπὶ τῶν πτιλοειδῶν κορυφῶν τῶν καλάμων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 4, πρβλ. 4. 4, 10. (Περὶ τῆς πιθανῆς σχέσεως τῆς λέξεως ταύτης [[μετὰ]] τοῦ [[σόβη]], ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 574). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> boucle de cheveux;<br /><b>2</b> crinière de cheval;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> touffe de feuillage, feuillage.<br />'''Étymologie:''' DELG ? | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A lock or curl of hair, Sapph.78 (pl.), A.Ch.188; βοστρύχων ἄκρας φόβας S.El.449, cf. OC1465 (lyr.); δρακόντων φόβαι, i.e. the Gorgon's snaky locks, Pi.P.10.47. 2 mane of a horse, S.Fr. 659.7, 10, E.Alc.429, Ba.1188 (lyr.). II metaph., leafage, foliage, S.Ant.419, E.Alc.172, Ba.684, etc.; ἴων φόβαι tufts of violets, Pi.Fr.75.18; ἀνθρύσκου Cratin.98.6 (lyr.); εὐπέταλοι φόβαι AP6.158 (Sabin.); of the plumy heads of reed, Thphr.HP8.3.4, cf. 4.4.10.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, 1) das lange, flatternde Haar; ποικίλον κάρα φόβαισιν Pind. P. 10, 47; Trag., wie Aesch. Ch. 186 Soph. O. C. 1464 El. 441; u. sp. 11., ῥομβητή Alc. Mess. 8 (VI, 218); bes. die Mähne des Löwen, des Pferdes, Eur. Alc. 431. – 2) das Laub, gleichsam das Haar der Bäume; Soph. Ant. 419; Eur. Alc. 169 Bacch. 683. 1136 u. öfter. – 3) der Blumenbüschel an Rohr, an der Hirse u. vgl.; – εὐπέταλοι φόβαι = ἄμπελος, Sabin. epigr. (VI, 158).
Greek (Liddell-Scott)
φόβη: ἡ, θρίξ, πῶς γὰρ ἐλπίσω ἀστῶν τιν’ ἄλλον τῆσδε δεσπόζειν φόβης; Αἰσχύλ. Χο. 188· βοστρύχων ἄκρας φόβας Σοφ. Ἠλ. 449, πρβλ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1465· δρακόντων φόβαι, δηλ. οἱ ὀφιώδεις πλόκαμοι τῆς Γοργόνος, Πινδ. Π. 10. 75. 2) ἡ χαίτη τῶν ἵππων, Σοφ. Ἀποσπ. 587. 7 καὶ 10, Εὐρ. Ἄλκ. 429, Βάκχ. 1186. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ κόμη, Λατ. comi, οἱ πλήρεις φύλλων κλῶνες τῶν δένδρων, τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, Σοφ. Ἀντ. 419, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Βάκχ. 684, κλπ.· ἴων φόβαι, σωρὸς ἴων, Πινδ. Ἀποσπ. 45. 18 εὐπέταλοι φόβαι Ἀνθ. Παλατ. 6. 158· ἐπὶ τῶν πτιλοειδῶν κορυφῶν τῶν καλάμων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 4, πρβλ. 4. 4, 10. (Περὶ τῆς πιθανῆς σχέσεως τῆς λέξεως ταύτης μετὰ τοῦ σόβη, ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 574).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 boucle de cheveux;
2 crinière de cheval;
3 p. anal. touffe de feuillage, feuillage.
Étymologie: DELG ?