ἀπολήγω: Difference between revisions
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἀπέληγον, <i>f.</i> ἀπολήξω, <i>etc.</i><br />se reposer, cesser : τινός se reposer de qch ; avec un part. cesser de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λήγω]]. | |btext=<i>impf.</i> ἀπέληγον, <i>f.</i> ἀπολήξω, <i>etc.</i><br />se reposer, cesser : τινός se reposer de qch ; avec un part. cesser de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λήγω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=fut. [[ἀπολλήξεις]], aor. subj. ἀπολλήξῃς, -ωσι, opt. ἀπολλήξειαν: [[cease]] [[from]], [[desist]], τινός, Il. 7.263, ν 1, Od. 12.224; [[with]] [[part]]., Il. 17.565, Od. 19.166; abs., ὣς [[ἀνδρῶν]] γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ' ἀπολήγει, ‘passes [[away]],’ Il. 6.146, Il. 13.230. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:23, 15 August 2017
English (LSJ)
A leave off, desist from, c. gen., ἀλλ' οὐδ' ὣς ἀπέληγε μάχης 11.7.263; οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς ib.21.577; νέον δ' ἀπέληγεν ἐδωδῆς ib.24.475; ἀ. ἔρωτος Pl.R.490b. 2 c. part., leave off doing, 11.17.565, Od.19.166; [γενεὴ] ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει 11.6.149: abs., cease, desist, ib.13.230, 20.99; κλέος. . οὐδ' ἀπολήξει Xenoph.6.3; opp. γίνεται, Emp.17.30; of the wind, fall, Theoc.22.19. 3 ἀ. εἰς ἕν end in. ., Arist.Mu.399a13, cf. Str.13.4.1, Plu.2.496a, Luc.Im.6; ἐς ὀξύ taper to a point, Arr.Tact.16.7: Rhet., of the close of a sentence, ἀ. εἰς συνδέσμους Demetr.Eloc.257. b τὸ ἀπολῆγον [τοῦ βουνοῦ] the extremity of the hill, Inscr.Prien.37.168 (ii B. C.): so Medic., τὰ ἀ. μέρη the extremities, Ruf. ap. Orib.49.33.11, al. II trans., = ἀποπαύω, A.R.4.767. [ἀπολλ. 11.15.31, Od.13.151, 19.166, Theoc. l.c., al.]
German (Pape)
[Seite 311] ep. auch ἀπολλήγω, aufhören, Iliad. 6, 149 ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει; c. part., χαλκῷ δηιόων, Il. 17, 565; vgl. Od. 19, 166; absol., Il. 20, 99; Plat. Tim. 80 b; von Winden, sich legen, Theocr. 22, 19; τινός, abstehen von etwas, μάχης Iliad. 7, 263, ἀπατάων 15, 31, ἀλκῆς 21, 577, ἐδωδῆς 24, 475, πομπῆς Od. 13, 151, εἰρεσίης 12, 224; ἔρωτος Plat. Rep. VI, 490 b; εἴς τι, in etwas auslaufen, Luc. imag. 6. – Bei Ap. Rh. 4, 766, ὥς κεν ἀήτας – ἀπολήξειεν, aufhören lassen, stillen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολήγω: παύομαι, δίδω τέλος, ἀποσύρομαι, μετὰ γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὡς ἀπέληγε μάχης Ἰλ. Η. 263· οὐδ’ ἀπολήγει ἀλκῆς Φ. 577· νέον δ’ ἀπέληγεν ἐδωδῆς Ω. 475· ἀπ. ἔρωτος Πλάτ. Πολ. 490Β. 2) μετὰ μετοχ., παύομαι τοῦ ποιεῖν τι, Ἰλ. Ρ. 565, Ὀδ. τ. 166· [γενεὴ] ἡ μὲν φύει, ἡ δ’ ἀπολήγει (ἐνν. φύουσα) Ἰλ. Ζ. 149: - ἀπολ. παύομαι, ἀπέχω, Ν. 230, Υ. 99· ἐπὶ ἀνέμου, καταπίπτω, κοπάζω, Θεόκρ. 22. 19. 3) ἀπ. εἰς ἕν, τελειώνω εἰς ἔν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 19· πρβλ. Πλούτ. 2. 496Α· Λουκ Εἰκ 6. ΙΙ. μεταβ. = ἀποπαύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 767. [ἐν Ἰλ. Ο. 31, Ὀδ. Ν. 151, κ. ἀλλ., ἡ δευτέρα συλλαβὴ τοῦ μέλλοντος καὶ ἀορ. εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει καὶ ἡ λέξις γράφεται διὰ δύο λ, ἀπολλήξῃς, κτλ.]
French (Bailly abrégé)
impf. ἀπέληγον, f. ἀπολήξω, etc.
se reposer, cesser : τινός se reposer de qch ; avec un part. cesser de.
Étymologie: ἀπό, λήγω.
English (Autenrieth)
fut. ἀπολλήξεις, aor. subj. ἀπολλήξῃς, -ωσι, opt. ἀπολλήξειαν: cease from, desist, τινός, Il. 7.263, ν 1, Od. 12.224; with part., Il. 17.565, Od. 19.166; abs., ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἣ μὲν φύει ἣ δ' ἀπολήγει, ‘passes away,’ Il. 6.146, Il. 13.230.