προχέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προχεῶ, <i>ao. inf.</i> προχέαι;<br /><i>Pass. ao. part.</i> προχυθείς, <i>pf. part.</i> προκεχυμένος;<br />répandre, verser, épancher en avant : ῥόον [[εἰς]] ἅλα IL faire avancer ses eaux pour aller les verser dans la mer;<br /><i><b>Moy.</b></i> προχέομαι (<i>impf. 3ᵉ pl.</i> προχέοντο) se répandre en avant, au dehors : [[ἐς]] [[πεδίον]] IL dans une plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χέω]].
|btext=<i>f.</i> προχεῶ, <i>ao. inf.</i> προχέαι;<br /><i>Pass. ao. part.</i> προχυθείς, <i>pf. part.</i> προκεχυμένος;<br />répandre, verser, épancher en avant : ῥόον [[εἰς]] ἅλα IL faire avancer ses eaux pour aller les verser dans la mer;<br /><i><b>Moy.</b></i> προχέομαι (<i>impf. 3ᵉ pl.</i> προχέοντο) se répandre en avant, au dehors : [[ἐς]] [[πεδίον]] IL dans une plaine.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χέω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[pass]]. ipf. προχέοντο: [[pour]] [[forth]]; met., Il. 2.465, etc. (Il.)
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχέω Medium diacritics: προχέω Low diacritics: προχέω Capitals: ΠΡΟΧΕΩ
Transliteration A: prochéō Transliteration B: procheō Transliteration C: procheo Beta Code: proxe/w

English (LSJ)

   A pour forth or forward, π. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, of a river, Il. 21.219, cf. h.Ap.241; ποταμοὶ δ' ἁμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ Pi.P.1.22; πρὶς ὕδατος προχέειν pour in three parts of water first, Hes.Op.596; σπονδὰς προχέαντες Hdt.7.192; πλημοχόας Critias 17D.: metaph., π. ὄπα γλυκεῖαν Pi.P.10.56, cf.IG3.713.4; λίγειαν ὀμφήν Anacreont.41.10:—Pass., pour on or forth, metaph. of large bodies of men pouring over a plain, ἐς πεδίον προχέοντο Il.2.465, cf. 15.360, 21.6, A.R.1.635, etc.; θυσία . . προχυθεῖσα cj. in E.Fr.912.5 (anap.); προχεῖται τὰ λεγόμενα Longin.19; τὰς προκεχυμένας ἄκρας far-projecting, Ph.1.14: later in literal sense, ἵδρωτες προχυθήσονται Antyll. ap. Aët.9.40; αἷμα προχυθέν D.C.42.26, cf. Opp.C.2.39.

German (Pape)

[Seite 799] (s. χέω), hervor- oder herausgießen, herausfließen lassen, ergießen; οὐδέ τί πη δύναμαι προχέειν ῥόον εἰς ἅλα, Il. 21, 219, sagt der Flußgott; H. Apoll. 241; τρὶς ὕδατος προχέειν, vorher dreimal vom Wasser ausgießen, Hes. O. 958, wie Pind. P. 1, 22, der auch vrbdt ὄπα προχεόντων ἐμάν, 10, 56, wie ἀοιδήν, Gesang ergießen, v. l., Hes. Th. 83, wie λίγειαν ὀμφάν Anacr. 41, 11; σπονδὰς προχέας, Trankopfer ausgießen, Her. 7, 192; Sp., πολλοὺς ἀμφορέας τῶν βωμῶν προχέων, vor den Altären ausgießen, Hdn. 5, 5, 16. – Uebtr. von großen Menschenschaaren, die sich über ein Gefilde hin verbreiten, im med., τῶν ἔθνεα πολλὰ ἐς πεδίον προχέοντο Il. 2, 465, φαλαγγηδόν 15, 360, πεφυζότες 21, 6; – προχεὑμενος steht Opp. Cyn. 2, 39.

Greek (Liddell-Scott)

προχέω: μέλλ. -χεῶ, χέω πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. ῥόον εἰς ἅλα δῖαν, ἐπὶ ποταμοῦ, Ἰλ. Φ. 219, πρβλ. Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 241· οὕτω, ποταμοὶ δ’ ἀμέραισι μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ (περὶ τῆς Αἴτνης) Πινδ. Π. 1. 43· τρὶς ὕδατος προχέειν, ἐμβάλλειν πρῶτον τρία μέρη ὕδατος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594· σπονδὰς προχέαι Ἡρόδ. 7. 192, Κριτίας 17· - μεταφορ., πρ. ἀοιδὴν διάφ. γραφ. Ἡσ. Θεογ. 83· ὄπα γλυκεῖαν Πινδ. Π. 10. 87, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 401· λίγειαν ὀμφὴν Ἀνακρεόντ, 41. 11· πρβλ. χέω·-Παθ., ἐκχέομαι πρὸς τὰ ἐμπρός, «χύνομαι». ἐπὶ μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων ἐκχυνομένων ἐπὶ πεδιάδος καὶ καλυπτόντων αὐτήν, ἐς πεδίον προχέοντο Ἰλ. Β. 465, πρβλ. Ο. 360., Φ. 6· θυσία… προχυθεῖσα Εὐρ. Ἀποσπ. 904· ἡ κυριολεκτικὴ σημασ. τοῦ παθ. ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγενεστ., Ὀππ. Κυν. 2. 39, Δίων Κ., κτλ.· προχεῖται τὰ λεγόμενα Λογγῖν. 19· ― τὰς προκεχυμένας ἄκρας, τὰς μακρὰν προεκτεινομένας, Φίλων 1. 14. Πρβλ. προρέω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. προχεῶ, ao. inf. προχέαι;
Pass. ao. part. προχυθείς, pf. part. προκεχυμένος;
répandre, verser, épancher en avant : ῥόον εἰς ἅλα IL faire avancer ses eaux pour aller les verser dans la mer;
Moy. προχέομαι (impf. 3ᵉ pl. προχέοντο) se répandre en avant, au dehors : ἐς πεδίον IL dans une plaine.
Étymologie: πρό, χέω.

English (Autenrieth)

pass. ipf. προχέοντο: pour forth; met., Il. 2.465, etc. (Il.)