ὁμήγυρις: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιος (ἡ) :<br />réunion, rassemblement.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἄγυρις]]. | |btext=ιος (ἡ) :<br />réunion, rassemblement.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[ἄγυρις]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[assembly]], Il. 20.142†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 August 2017
English (LSJ)
Dor. ὁμάγ -[ᾱ], ιος, ἡ, (ἄγυρις)
A assembly, meeting, esp. of the gods, θεῶν μεθ' ὁμήγυριν ἄλλων Il.20.142, h.Ap.187, cf. h.Merc.332, Hellanic.54 J.; ὁμάγυρις Ζηνός Pi.I. 7(6).46 ; any assembly, company, γυναικῶν A.Ch.10 ; ἡλίκων E.Hipp. 1180 ; ἄστρων . . νυκτέρων ὁ. A.Ag.4.
German (Pape)
[Seite 330] ιος, ἡ (ἄγυρις), Versammlung; θεῶν, Il. 20, 142; γυναικῶν, Aesch. Ch. 10; ἄστρων νυκτέρων, Ag. 4; φύλων ἡλίκων, Eur. Hipp. 1180; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμήγῠρις: Δωρ. ὁμάγ-, εως ἢ ιος, ἡ· (ἄγυρις)· συνέλευσις, συνέδριον, συνεδρία, θεῶν μεθ’ ὁμήγυριν ἄλλων Ἰλ. Υ. 142, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 187, εἰς Ἑρμ. 332· οὕτως, ὁμ. Ζηνὸς Πινδ. Ι. 7 (6). 66· ἀκολούθως πᾶσα συνέλευσις, «συνοδία», γυναικῶν Αἰσχύλ. Χο. 10· ἡλίκων Εὐρ. Ἱππ. 1180· ἄστρων... νυκτέρων ὁμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 4. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 173.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
réunion, rassemblement.
Étymologie: ὁμός, ἄγυρις.
English (Autenrieth)
assembly, Il. 20.142†.