ἐπιτάρροθος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui vient au secours de, protecteur : Δαναοῖσιν μάχης IL protecteur des Grecs dans le combat;<br /><b>2</b> vainqueur, maître.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τάρροθος.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui vient au secours de, protecteur : Δαναοῖσιν μάχης IL protecteur des Grecs dans le combat;<br /><b>2</b> vainqueur, maître.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τάρροθος.
}}
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[ἐπίρροθος]]): [[helper]]. (Il. and Od. 24.182.)
}}
}}

Revision as of 15:28, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάρροθος Medium diacritics: ἐπιτάρροθος Low diacritics: επιτάρροθος Capitals: ΕΠΙΤΑΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: epitárrothos Transliteration B: epitarrothos Transliteration C: epitarrothos Beta Code: e)pita/rroqos

English (LSJ)

ὁ, Ep. for ἐπίρροθος,

   A helper, defender, in Hom. always of the gods that help in fight, τινί Il.11.366, Od.24.182 ; μάχης ἐ. in fight, Il.17.339 ; Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι 12.180 ; γράμμα δίκης ἐπιτάρροθον Maiist.59 : as fem., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα Il.5.808, cf. 828 ; Δίκα..καλῶν ἐ. ἔργων Terp.6.    2 master, lord, Τεγέης Orac. ap. Hdt.1.67 ; cf. τάρροθος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάρροθος: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἐπίρροθος, ἐπαρωγός, βοηθός, ὑπερασπιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν θεῶν τῶν βοηθούντων κατὰ τὴν μάχην, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι Ἰλ. Α. 366, Υ. 453, Ὀδ. Ω. 182· Ζῆν’ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον εἶναι, βοηθὸν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Ρ. 339· θεοί... ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν Μ. 180· ὡς θηλ., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθοι, ἦα Ε 808, πρβλ. 828. 2) κύριος, κυρίαρχος, Τεγέης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐπίρροθος, ὡς τὸ ἀταρτηρὸς ἐκ τοῦ ἀτηρός· ὁ Λυκόφρων ὅμως μεταχειρίζεται τὸ ἁπλοῦν τάρροθος, 360, 400, κτλ.), Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 qui vient au secours de, protecteur : Δαναοῖσιν μάχης IL protecteur des Grecs dans le combat;
2 vainqueur, maître.
Étymologie: ἐπί, τάρροθος.

English (Autenrieth)

(cf. ἐπίρροθος): helper. (Il. and Od. 24.182.)