λέπω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λέψω, <i>ao.</i> ἔλεψα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> peler, écosser, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> écorcher.<br />'''Étymologie:''' R. Λεπ, peler.
|btext=<i>f.</i> λέψω, <i>ao.</i> ἔλεψα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> peler, écosser, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> écorcher.<br />'''Étymologie:''' R. Λεπ, peler.
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. ἔλεψεν: [[peel]], [[strip]] [[off]]; φύλλα, Il. 1.236†.
}}
}}

Revision as of 15:31, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπω Medium diacritics: λέπω Low diacritics: λέπω Capitals: ΛΕΠΩ
Transliteration A: lépō Transliteration B: lepō Transliteration C: lepo Beta Code: le/pw

English (LSJ)

fut. λέψω (ἀπο-) prob. in E.Cyc.237; Ep. inf.

   A ἀπο-λεψέμεν Il.21.455: aor. ἔλεψα 1.236, Nic.Fr.82:—Med., Alex.49:—Pass., fut. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Hp. (Nat.Puer.29) ap.Erot.: aor. 2 λᾰπῆναι Hsch., (ἐκ-) Ar.Fr.164: pf. λέλεμμαι (ἀπο-) Epich.158, but λέλαμμαι IG22.463.68:—strip off the rind or husks, peel, bark, περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψε φύλλα τε καὶ φλοιόν Il.1.236; κρόμμυον λ. Eup.255; κυάμου κολοκάσιον Nic.l.c.:—Pass., κάλαμος λελαμμένος IGl.c.    II metaph., in Com. Poets, give a hiding to, i.e. thrash, Pl.Com.12, Timocl.29, Apollod.Car.5.10 (Pass.); Ἀφροδίτην PBerol. 13426 (Gercke-Norden Einleitung31(9)p.42).    2 eat, Antiph.135; Phot. cites λέπτει (sic) = κατεσθίει from Eup. (Fr.427).    III Med., = δέφομαι: hence, indulge in indecent gestures, Alex.49, Mnesim.4.18 (anap.).

German (Pape)

[Seite 32] schälen, abschälen, die Schale, Rinde abstreifen; περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν Il. 1, 236; κυάμους Nic. bei Ath. III, 72 b. – Auch = essen, Antiphan. bei Ath. IV, 161 a. Vgl. λέπτω. – Uebertr. nach B. A. 61, 5 ἐκδέρειν μαστιγοῦντα, abgerben, abprügeln, wie der Schol. Ar. Ach. 689 τύπτειν erkl.; τῷ ῥοπάλῳ τὰν κεφαλὰν λέπομες Nicarch. 8 (IX, 330); λεπομένους ὁρᾶν αὐτούς ὑφ' αὑτῶν Apollodor. bei Ath. VII, 280 e, wie wir auch sagen: Einem das Fell über die Ohren ziehen.

Greek (Liddell-Scott)

λέπω: μέλλ. λέψω (ἀπο-) Εὐρ., κλ.: ἀόρ. ἔλεψα Ἰλ. (ἴδε ἀπο-, ἐκ-)· ― Μέσ., Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5. ― Παθ.: μέλλ. λᾰπήσομαι (ἐκ-) Ἐρωτιαν.: ἀόριστ. β΄ λᾰπῆναι (ἐκ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 211· λέλεμμαι (ἀπο-) Ἐπίχ. 109 Ahr. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λέπος, λεπίς, λέπῡρον, λεπτός, λόπος, λοπίς, λοβός, λῶπος, ὡσαύτως ὀλόπτω παρ’ Ἡσυχ.). Ἀφαιρῶ τὸν φλοιὸν ἢ τὸ κέλυφος, «ξεφλουδίζω», περὶ γὰρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιὸν Ἰλ. Α. 236· κρόμμυον λ. Εὔπολις ἐν «Ταξιάρχοις» 3· κυάμους Νικ. Ἀποσπ. 10. 6· πρβλ. ἐκλέπω. ΙΙ. μεταφορ., παρὰ κωμικοῖς ποιηταῖς, ἐκδέρω, δηλ. δέρω, ξυλοκοπῶ, Πλάτ. Κωμ. «Αἱ ἀφ’ ἱερ.» 5, πρβλ. Meineke εἰς Τιμοκλ. ἐν «Πύκτῃ» 1, Ἀπολλόδωρ. Καρύστ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1. 10· πρβλ. δέρω ΙΙ. 2) τρώγω, Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 3· ὁ Φώτ. ὡσαύτως μνημονεύει λέπτει = κατεσθίει ἐκ τοῦ Εὐπόλ. ΙΙΙ. Παθ., = δέφομαι· ἐντεῦθεν, κάμνω ἀπρεπῆ σχήματα, Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Meineke εἰς Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 18.

French (Bailly abrégé)

f. λέψω, ao. ἔλεψα, pf. inus.
1 peler, écosser, acc.;
2 fig. écorcher.
Étymologie: R. Λεπ, peler.

English (Autenrieth)

aor. ἔλεψεν: peel, strip off; φύλλα, Il. 1.236†.