Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαθικηδής: Difference between revisions

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
(6_7)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰθῐκηδής''': -ές, ([[κῆδος]]) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, [[πραϋντικός]], [[παυσίλυπος]], [[παυσίπονος]], εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν [[ἐπέσχον]] Ἰλ. Χ. 83· [[οἶνος]] λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· [[Διώνυσος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης [[ἰδμοσύνη]] Ἀνθ. Πλαν. 273.
|lstext='''λᾰθῐκηδής''': -ές, ([[κῆδος]]) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, [[πραϋντικός]], [[παυσίλυπος]], [[παυσίπονος]], εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν [[ἐπέσχον]] Ἰλ. Χ. 83· [[οἶνος]] λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· [[Διώνυσος]] Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης [[ἰδμοσύνη]] Ἀνθ. Πλαν. 273.
}}
{{Autenrieth
|auten=ές ([[κῆδος]]): causing to [[forget]] [[care]], ‘banishing [[care]],’ Il. 22.83†.
}}
}}

Revision as of 15:32, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰθῐκηδής Medium diacritics: λαθικηδής Low diacritics: λαθικηδής Capitals: ΛΑΘΙΚΗΔΗΣ
Transliteration A: lathikēdḗs Transliteration B: lathikēdēs Transliteration C: lathikidis Beta Code: laqikhdh/s

English (LSJ)

ές, (κῆδος)

   A banishing care, εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Il.22.83; οἶνον λαθικάδεα (leg. -κάδεον) Alc.41.3; Διώνυσος IGRom.4.360.15 (Pergam.), cf. Epic.Alex.Adesp.8.10, AP9.524.12, Plu.2.657d; λ. τέχνης ἰδμοσύνη APl.4.273 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 5] ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust, Il. 22, 83; Bacchus, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 12); der Wein, Alcae. bei Ath. X, 430 d; τέχνης ἰδμοσύνη Crinag. 16 (Plan. 273).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰθῐκηδής: -ές, (κῆδος) ὁ λανθάνειν ποιῶν τὰς ἀνίας, πραϋντικός, παυσίλυπος, παυσίπονος, εἴ ποτέ σοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον Ἰλ. Χ. 83· οἶνος λ. Ἀλκαί. Ἀποσπ. 41· Διώνυσος Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 15· πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 524, 12, Πλούτ. 2. 657D· τέχνης ἰδμοσύνη Ἀνθ. Πλαν. 273.

English (Autenrieth)

ές (κῆδος): causing to forget care, ‘banishing care,’ Il. 22.83†.