πάμφωνος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πάμφωνος]], -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[full]] voiced; [[all]]-expressive παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12) παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (P. 3.17) [[παρθένος]] αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον [[μέλος]] (P. 12.19) κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον (I. 5.27)
|sltr=[[πάμφωνος]], -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[full]] voiced; [[all]]-expressive παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12) παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (P. 3.17) [[παρθένος]] αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον [[μέλος]] (P. 12.19) κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον (I. 5.27)
}}
}}

Revision as of 12:30, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφωνος Medium diacritics: πάμφωνος Low diacritics: πάμφωνος Capitals: ΠΑΜΦΩΝΟΣ
Transliteration A: pámphōnos Transliteration B: pamphōnos Transliteration C: pamfonos Beta Code: pa/mfwnos

English (LSJ)

ον,

   A with all tones, full-toned or many-toned, ἔντεα αὐλῶν Pi.O.7.12; μέλος Id.P.12.19; αὐλῶν ὁμοκλαί Id.I.5(4).27; ὑμέναιοι Id.P.3.17: generally, expressive, χεῖρες APl.4.290 (Antip.); π. οἶνος noisy, Philox.16.

German (Pape)

[Seite 455] allstimmig, mit allen Stimmen, Tönen, alltönig; μέλος, Pind. P. 12, 19; ὑμεναῖοι, ὁμοκλαί, P. 3, 17 I. 4, 30; von Flöten, Ol. 7, 12; sp. D., οἶνος, Philoxen. bei Ath. II, 35 e; auch χεῖρες, die ausdrucksvollen Hände eines Pantomimen, Antp. Thess. 27 (Plan. 290); auch in später Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων ἢ παράγων τὰς φωνάς, πάντας τοὺς τόνους ἢ ἤχους, ἐπίθ. τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ο. 7. 21, Π. 12. 34, Ι. 5 (4). 35. ὡσαύτως, π. ὑμέναιος, ὁ μετὰ πολλῶν φωνῶν ᾀδόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 30. καθόλου, ἐκφραστικός, χεῖρες Ἀνθ. Πλανούδ. 290. π. οἶνος, θορυβώδης, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 35 D. - Ἐπίρρ. -νως, Συνέσ. 287Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait entendre toute sorte de sons;
2 fig. tout à fait expressif.
Étymologie: πᾶν, φωνή.

English (Slater)

πάμφωνος, -ον
   1 full voiced; all-expressive παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12) παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων (P. 3.17) παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος (P. 12.19) κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον (I. 5.27)