σᾶμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾶμα''': τό, Δωρικ. ἀντὶ [[σῆμα]], Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σᾶμα]]· [[μνῆμα]], Δωριεῖς δὲ [[στοιχεῖον]]».
|lstext='''σᾶμα''': τό, Δωρικ. ἀντὶ [[σῆμα]], Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σᾶμα]]· [[μνῆμα]], Δωριεῖς δὲ [[στοιχεῖον]]».
}}
{{Slater
|sltr=<b>ςᾱμα</b> (σάματι, [[σᾶμα]], σάμασιν.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[indication]] θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ [[σᾶμα]] φέρεις; (Scaliger: δις [[ἅμα]] codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) [[fig]]., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[tomb]] ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς [[πενιχρός]] τε θανάτου παρὰ [[σᾶμα]] νέονται ([[πέρας]] [[ἅμα]] coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ] φιτρύωνί τε [[σᾶμα]] [[χέω]] [ν fr. 169. 48.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ςᾱμα</b> (σάματι, [[σᾶμα]], σάμασιν.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[indication]] θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ [[σᾶμα]] φέρεις; (Scaliger: δις [[ἅμα]] codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) [[fig]]., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[tomb]] ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς [[πενιχρός]] τε θανάτου παρὰ [[σᾶμα]] νέονται ([[πέρας]] [[ἅμα]] coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ] φιτρύωνί τε [[σᾶμα]] [[χέω]] [ν fr. 169. 48.
}}
}}

Revision as of 13:08, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾶμα Medium diacritics: σᾶμα Low diacritics: σάμα Capitals: ΣΑΜΑ
Transliteration A: sâma Transliteration B: sama Transliteration C: sama Beta Code: sa=ma

English (LSJ)

τό, Dor. for σῆμα (q.v.).

German (Pape)

[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».