νευρά: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />nerf ; corde d’arc.<br />'''Étymologie:''' cf. [[νεῦρον]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br />nerf ; corde d’arc.<br />'''Étymologie:''' cf. [[νεῦρον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 17 August 2017
English (LSJ)
Ion. νευρή, ἡ, Ep. gen. sg. νευρῆφι(ν) Il.8.309, 15.313, 21.113:—
A string or cord of sinew, in Ep. usu. bowstring, ν. ἐϋστρεφής, νεόστροφος, Il.15.463,469; βαρύφθογγος Pi.I.6(5).34, cf. S.Ph.1005, E.Ba.784, X.An.4.2.28, etc.: made from νεῦρον, Arist.HA540a19; μύες ἐβοήθησαν διατραγόντες τὰς ν. Id.Rh.1401b16. 2 harpstring, Poll.4.62. 3 strand of a torsion-engine, IG22.554.15. 4 withe, LXX Jd.16.7. 5 wrongly taken by some, = νεῦρον, Il.8.328. (Cogn. with νεῦρον.)
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, ion. νευρή, – 1) die Sehne; bei Hom. Bogensehne, λίγξε βιός, νευρὴ δὲ μέγ' ἴαχεν, Il. 4, 125; (ὀϊστόν) θῆκε δ' ἐπὶ νευρῇ, 8, 324, wie ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει πικρὸν ὀϊστόν, 4, 118; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν, 8, 309; ἔλκειν νευρήν, νευρὴν ἐντανύσαι, Od. 24, 171 u. öfter; u. so ist auch Il. 8, 328 ῥῆξε δέ οἱ νευρήν = er zerriß ihm die Sehne des Bogens, nicht = νεῦρον zu nehmen; die Bogensehne war gedreht, wie die Beiwörter ἐϋστρεφής und νεόστροφος zeigen; – Pind. οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς, I. 5, 32; ἐν χρείᾳ φίλης νευρᾶς, Soph. Phil. 993; τόξων χερὶ ψάλλουσι νευράς, Eur. Bacch. 783; εἷλκον τὰς νευράς, Xen. An. 4, 2, 28; τοὺς τοξότας ἐπιβεβλῆσθαι ἐπὶ ταῖς νευραῖς, 5, 2, 12. – 2) bei Sp. auch die Darmsaite, wie νεῦρον. – Uebertr., σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτεῖναι, Luc. Nigr. 36.
Greek (Liddell-Scott)
νευρά: Ἰων. -ρή, ἡ, (πρβλ. νεῦρον) σχοινίον ἢ χορδὴ ἐκ νεύρων ἢ ἐντέρων, χορδὴ τόξου, αὕτη δὲ παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἡ ἐπικρατοῦσα σημ.· καὶ ὡς οὖσα συνεστραμμένη, καλεῖται ἐϋστρεφής, νεόστροφος, Ἰλ. Ο. 463, 469· καὶ ὡς βαρέως ἠχοῦσα, βαρύφθογγος Πινδ. Ι. 6 (5). 50· οὕτω παρὰ Σοφ. Φ. 1005, Εὐρ. Βάκχ. 784, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 28, κτλ.· ἐν Ἰλ. Θ. 328, ῥῆξε δέ οἱ νευρήν, τινὲς ἐκλαμβάνουσι τὴν λ. ὡς σημαίνουσαν νεῦρον, τὸν τένοντα δηλ. τῆς χειρός· ἀλλὰ μικρὸν ἀνωτέρω (324) ἔχομεν θῆκε δ’ ἐπὶ νευρῇ [ὀϊστόν], καὶ οὐδεὶς λόγος ὑπάρχει κωλύων ὑμᾶς νὰ ἐκλάβωμεν τὴν λέξιν ἐν τῇ συνήθει αὐτῆς σημασίᾳ· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῆς λέξ. νεῦρον ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9· μύες ἐβοήθησαν διατραγόντες τὰς ν. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24. 6. 2) ἡ χορδὴ ὀργάνου, Πολυδ. Δ΄, 62. 3) λύγος, «λυγαριά», Ἑβδ. (Κριτ. Ιϛʹ, 7).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
nerf ; corde d’arc.
Étymologie: cf. νεῦρον.