ἀμοιβαῖος: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a lieu en retour, en échange, en compensation : ἀμοιβαῖα βιβλία HDT lettres qu’on échange;<br /><b>2</b> qui se répond, alternatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμοιβή]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui a lieu en retour, en échange, en compensation : ἀμοιβαῖα βιβλία HDT lettres qu’on échange;<br /><b>2</b> qui se répond, alternatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμοιβή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:11, 17 August 2017
English (LSJ)
ον, also α, ον,
A giving like for like, retributive, δεῖπνα Pi.O.1.39; retributive, νέμεσις, φόνος, AP10.123 (Aesop.), Opp.C.2.485. Adv. -ως alternately, Luc.Am.9. II interchanging, reciprocal, Emp.30.3; ἀ. βιβλία interchanged letters, Hdt.6.4; ἀ. χάρις exchange of favours, A.R.3.82 (but ἀ. εὐνή ambiguous (half-human, half-animal), 2.1241):—τὰ ἀ. dialogue in Trag., Pl.R.394b; of the responsion of choric odes, Plu.Pomp.48; ἀ. ἀοιδά Theoc.8.31, cf. Il. 1.604; answering as in dialogue, Sch.Ar.Pl.253,487.
German (Pape)
[Seite 127] α, ον (-βή), abwechselnd, wechselseitig, δεῖπνα Pind. Ol. 1, 39; βιβλία, gewechselte Briefe, Her. 6, 4; τὰ ἀμ., Wechselgespräche, Plat. Rep. III, 394 b; vom Wechselgesang, χορὸς εἰς τὰ ἀμ. συγκεκροτημένος Plut. Pomp. 48; ἀοιδή Theocr. 8, 31; aber Νέμεσις, vergeltend, Aesop. ep. (X, 123), wie χάριτεσβαῖαι Leon. Tar. 98 (VII, 657); sp. D. oft. – Adv. -βαίως, Luc. Amor. 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιβαῖος: -ον, ἀνταλλακτικός, ἐναλλὰξ γινόμενος, ἢ ἀνταποδιδόμενος, ὁ ἀμοιβαδὸν γινόμενος, δεῖπνα Πινδ. Ο. 1 63· νέμεσις, φόνος, Ἀνθ. Π. 10. 123, Ὀππ. Κ. 2. 485: ― Ἐπίρρ. -ως, εἰς ἀνταπόδοσιν, Λουκ. Ἔρωτ. 9. ΙΙ. ὁ εἰς ἐναλλαγὴν γιγνόμενος, ἀνταλλασσόμενος, ἀμοιβαῖος, Ἐμπεδ. 179· ἀμοιβαῖα βιβλία, ἀνταλλασσόμεναι ἐπιστολαί, Ἡρόδ. 6. 4· ἀμ. χάρις, χάρις ἀντὶ χάριτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 82: ― τὰ ἀμοιβαῖα, ὁ διάλογος ἐν τῇ τραγῳδίᾳ, Πλάτ. Πολ. 394Β· τὰ ἀμοιβαῖα, στίχοι ὑπὸ δύο ἐναλλὰξ ψαλλόμενοι, ὁ εἷς ὡς ἀπόκρισις εἰς τὸν ἕτερον, carmen amoebaeum, Πλουτ. Πομπ. 48· οὕτως ἀμοιβαία ἀοιδὰ Θεόκρ. 8. 31, πρβλ. Ἰλ. Α. 604: ― ἀπόκρισις ὡς ἐν διαλόγῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 253. 487.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a lieu en retour, en échange, en compensation : ἀμοιβαῖα βιβλία HDT lettres qu’on échange;
2 qui se répond, alternatif.
Étymologie: ἀμοιβή.