χαμηλός: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui est à terre, qui ne s’élève pas au-dessus du sol, bas ; <i>fig.</i> bas;<br /><b>2</b> très petit.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui est à terre, qui ne s’élève pas au-dessus du sol, bas ; <i>fig.</i> bas;<br /><b>2</b> très petit.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>χᾰμηλός</b> <br /> <b>1</b> [[humble]] n. pl. pro adv. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει (P. 11.30) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 17 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A on the ground, creeping, λειχήν Nic.Th.944; πίτυς χ., = χαμαίπιτυς, ib.841: Comp. -ότερος Id.Fr.70.2. 2 low, = χθαμαλός, Str.10.2.12; of a horse's hoofs, flat, X.Eq.1.3. 3 diminutive, trifling, στιγμῆς εἴ τι -ότερον AP7.472.4 (Leon.); χαμηλὰ πνέων one of a low spirit, Pi.P.11.30.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμηλός: -ή, -όν, ὁ χαμαὶ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὁ χαμαὶ ἀναπτυσσόμενος, λειχὴν Νικ. Θηρ. 944· πίτυς χ., πιθαν. χαμαίπιτυς, αὐτόθι 481· χαμηλότερος Νικ. παρ’ Ἀθην. 369C. 2) ὡς καὶ νῦν, = χθαμαλός, Στράβ. 454 (ἔνθα κοινῶς χαμαλή)· ἐπὶ τῶν ὁπλῶν ἵππου, Ξεν. Ἰππ. 1. 3. 3) μικρὸς καὶ μηδαμινός, τίς μοῖρα ζωῆς ὑπολείπεται, ἢ ὅσον στιγμή, καὶ στιγμῆς εἴ τι χαμηλότερον; Ἀνθ. Π. 7. 472· χαμηλὰ πνέων, ὁ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων, ὁ διὰ τὴν πενίαν εὐτελὴς ὤν, κτλ. Πινδ. Π. 11. 46.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui est à terre, qui ne s’élève pas au-dessus du sol, bas ; fig. bas;
2 très petit.
Étymologie: χαμαί.
English (Slater)
χᾰμηλός
1 humble n. pl. pro adv. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει (P. 11.30)