διαβαστάζω: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(Bailly1_1) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=soupeser, peser ; évaluer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαστάζω]]. | |btext=soupeser, peser ; évaluer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαστάζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[sopesar]] διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.<i>Dem</i>.25, cf. Luc.<i>Sat</i>.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5<br /><b class="num">•</b>[[alzar]], [[levantar en brazos]] <i>A.Andr.et Matt</i>.16<br /><b class="num">•</b>[[llevar]], [[transportar]] ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος [[αἰτία]], τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.<i>M</i>.9.116, cf. Aq.<i>Is</i>.51.18, Sm.<i>Ex</i>.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[sostener]], [[sustentar]] ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.<i>Is</i>.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.417.19<br /><b class="num">•</b>[[soportar]], [[aguantar]] τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo</i> por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan</i> Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.59.4.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28. II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33. 2 contain, Vett. Val.222.1.
Greek (Liddell-Scott)
διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.
French (Bailly abrégé)
soupeser, peser ; évaluer.
Étymologie: διά, βαστάζω.
Spanish (DGE)
1 sopesar διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.Dem.25, cf. Luc.Sat.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5
•alzar, levantar en brazos A.Andr.et Matt.16
•llevar, transportar ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος αἰτία, τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.M.9.116, cf. Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.
2 fig. sostener, sustentar ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.Is.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.417.19
•soportar, aguantar τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B
•en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.Paed.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.Haer.59.4.8.