βρίμη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
(Bailly1_1)
(big3_9)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />force.<br />'''Étymologie:''' R. Βρι, être fort ; v. [[βρίθω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />force.<br />'''Étymologie:''' R. Βρι, être fort ; v. [[βρίθω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[poder]] μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος <i>h.Hom</i>.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.<br /><b class="num">2</b> [[rugido]] βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.<i>Fr</i>.79.<br /><b class="num">3</b> [[amenaza]], [[increpación]] Hsch.<br /><b class="num">4</b> β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Puede tener origen expresivo o rel. [[βρίθω]] q.u.
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῑμη Medium diacritics: βρίμη Low diacritics: βρίμη Capitals: ΒΡΙΜΗ
Transliteration A: brímē Transliteration B: brimē Transliteration C: vrimi Beta Code: bri/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A strength, might, h.Hom. 28.10, A.R.4.1677.    II = ἀπειλή, Hsch.    2 bellowing, roaring, βρίμας ταυρείους ἀφιεὶς χαροποῦ τε λέοντος prob. in Orph.Fr. 79.    III = γυναικεία ἀρρητοποιΐα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 464] ἡ, Zorn (eigtl. vom Schnauben wüthender Thiere), Gewalt, Ap. Rh. 4, 1677; Wucht, wie βρῖθος, H. h. 28, 10, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

βρίμη: ἡ, ἰσχύς, ὄγκος, ὡς τὸ βρῑθος. Ὕμν. Ὁμ. 28. 10, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1677· ― ὡσαύτως =ἀπειλὴ (πρβλ. βριμάομαι), Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
force.
Étymologie: R. Βρι, être fort ; v. βρίθω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [-ῑ-]
1 poder μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος h.Hom.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.
2 rugido βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.Fr.79.
3 amenaza, increpación Hsch.
4 β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.

• Etimología: Puede tener origen expresivo o rel. βρίθω q.u.