βριμάομαι
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
snort with anger, to be indignant, εἰ σὺ βριμήσαιο Ar.Eq.855, cf. Phld.Ir.p.49 W.:—Act. in Hsch.
Spanish (DGE)
(βρῑμάομαι)
rugir de cólera εἰ σὺ βριμήσαιο Ar.Eq.855, βριμ[ω] μέν[ους ἀδο] κήτως Phld.Ir.22.14, en v. act. βριμήσασα· δεινή, χαλεπή Hsch.
• Etimología: v. βρίμη.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
gronder de colère.
Étymologie: βρίμη.
Russian (Dvoretsky)
βρῑμάομαι: Arph. = βριμόομαι.
Greek (Liddell-Scott)
βρῑμάομαι: (βρίμη) ἀποθ. (τὸ πλεῖστον ἐν συνθέτ. ἐμβριμάομαι)· ― φρυάττω ἐξ ὀργῆς, εἶμαι πλήρης ἀγανακτήσεως, εἰ σὺ βριμήσαιο Ἀριστοφ. Ἱππ. 855· ― οὕτως (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. βριμόομαι) ἐβριμοῦτο τῷ Κύρῳ, ἦτο σφόδρα ὠργισμένος, ἐφρύαττεν ἐναντίον, Ξεν. Κύρ. 4, 5, 9.
Greek Monotonic
βρῑμάομαι: αποθ., φρίττω από οργή, είμαι αγανακτισμένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from βρίμη
Dep. to snort with anger, to be indignant, Ar.
Chinese
原文音譯:™mbrim£omai 恩-不里馬哦買
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在內-打雷
字義溯源:氣憤,責罵,嚴嚴的囑咐,生氣,切切的囑咐;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,在內)與(βρέχω)X*=氣得鼻孔冒煙)組成
出現次數:總共(5);太(1);可(2);約(2)
譯字彙編:
1) 悲歎(2) 約11:33; 約11:38;
2) 他們⋯生氣(1) 可14:5;
3) 他⋯嚴嚴的囑咐(1) 可1:43;
4) 切切的囑咐(1) 太9:30