ἐλαιοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(6_17)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαιοκόμος''': -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· [[ἀλλά]], ΙΙ. [[ἐλαιοκόμος]], ον, ([[κόμη]]) [[κατάφυτος]] ἐξ ἐλαιῶν, [[τέμενος]] βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184.
|lstext='''ἐλαιοκόμος''': -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· [[ἀλλά]], ΙΙ. [[ἐλαιοκόμος]], ον, ([[κόμη]]) [[κατάφυτος]] ἐξ ἐλαιῶν, [[τέμενος]] βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que trabaja los olivos]] Poll.1.222, Phot.ε 553, <i>AB</i> 248<br /><b class="num">•</b>fig. [[criador de olivos]] ποταμός Nonn.<i>D</i>.37.170.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. κομέω.<br />-ον<br />[[ramoso de olivos]], [[lleno de ramas de olivo]], [[cubierto de olivos]] αὐλῶνες Poll.1.229, Μαραθών Nonn.<i>D</i>.13.184, 37.146.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. κόμη.
}}
}}

Revision as of 12:09, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοκόμος Medium diacritics: ἐλαιοκόμος Low diacritics: ελαιοκόμος Capitals: ΕΛΑΙΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: elaiokómos Transliteration B: elaiokomos Transliteration C: elaiokomos Beta Code: e)laioko/mos

English (LSJ)

ον,

   A rearing olives, AB248, perh. to be restored in Lys.Fr.28; but    II ἐλαιόκομος, ον, (κόμη) olive-clad, μαραθών Nonn.D.13.184.

German (Pape)

[Seite 788] Oliven bauend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοκόμος: -ον, καλλιεργῶν τὰς ἐλαίας, «οἱ οὖν ἐπιμελούμενοι τῶν ἐλαιῶν ἐλαιοκόμοι καλοῦνται» Α. Β. 248, 21· ἀλλά, ΙΙ. ἐλαιοκόμος, ον, (κόμη) κατάφυτος ἐξ ἐλαιῶν, τέμενος βαθύδενδρον ἐλαιοκόμου Μαραθῶνος Νόνν. Δ. 13. 184.

Spanish (DGE)

-ον
que trabaja los olivos Poll.1.222, Phot.ε 553, AB 248
fig. criador de olivos ποταμός Nonn.D.37.170.

• Etimología: Cf. κομέω.
-ον
ramoso de olivos, lleno de ramas de olivo, cubierto de olivos αὐλῶνες Poll.1.229, Μαραθών Nonn.D.13.184, 37.146.

• Etimología: Cf. κόμη.