ἀνδραποδίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(Bailly1_1)
(big3_4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> ἀνδραποδιῶ, <i>ao.</i> ἀνδραπόδισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀνδραποδισθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνδραποδίσθην, <i>pf.</i> ἀνδραπόδισμαι;<br />faire esclave, réduire en esclavage ; vendre en esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδράποδον]].
|btext=<i>f. att.</i> ἀνδραποδιῶ, <i>ao.</i> ἀνδραπόδισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀνδραποδισθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνδραποδίσθην, <i>pf.</i> ἀνδραπόδισμαι;<br />faire esclave, réduire en esclavage ; vendre en esclavage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδράποδον]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [fut. act. -ιῶ X.<i>HG</i> 2.2.20, med.-pas. ἀνδραποδιεῖται Hdt.6.17; aor. ind. ἠνδραπόδισα Hdt.1.151, Th.1.98, inf. ἀνδραποδίξασθαι <i>Dialex</i>.3.5]<br /><b class="num">1</b> en contextos militares [[vender como esclavo]] al pueblo conquistado Ἀρίσβαν ἠνδραπόδισαν Μηθυμναῖοι Hdt.1.151, Σκῦρον ... ἠνδραπόδισαν Th.1.98, ποιοῦνται ... ὁμολογίαν ... Πάχητα μήτε δῆσαι Μυτιληναίων μηδένα μηδὲ ἀνδραποδίσαι μήτε ἀποκτεῖναι Th.3.28, παῖδας καὶ γυναῖκας ἀνδραποδίσαι Th.3.36, τὴν πόλιν Th.6.62, περὶ τρισμυρίους ἀνθρώπους I.<i>AI</i> 14.120, cf. en v. pas. Hdt.6.106, 119, 8.29, <i>Dialex</i>.3.5, D.3.20, 19.325, X.<i>HG</i> 1.6.14, 2.2.14, Lys.2.57, I.<i>BI</i> 1.28, 180, D.C.75.12.2<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. εἷλε μὲν Πτεριῶν τὴν πόλιν καὶ ἠνδραποδίσατο Hdt.1.76, cf. Th.4.48, And.3.21, Arist.<i>Rh</i>.1396<sup>a</sup>19, μετὰ βίας Plb.15.4.2, fig. en v. pas. ὁ νοῦς ἠνδραπόδισται μηδενὶ προσέχων νοητῷ Ph.1.79.<br /><b class="num">2</b> en gener. en v. med. [[reducir a la esclavitud]], [[vender como esclavo]] a individuos libres ἐμέ Pl.<i>Grg</i>.508e, cf. Isoc.17.49, X.<i>Mem</i>.4.2.14, <i>Smp</i>.4.36, en v. act. Arist.<i>Fr</i>.76.<br /><b class="num">3</b> [[robar un esclavo]], <i>PStras</i>.296.6.<br /><b class="num">4</b> fig. [[apartar]], [[enajenar]] ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς νέους Alciphr.2.38.3.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραποδίζω Medium diacritics: ἀνδραποδίζω Low diacritics: ανδραποδίζω Capitals: ΑΝΔΡΑΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: andrapodízō Transliteration B: andrapodizō Transliteration C: andrapodizo Beta Code: a)ndrapodi/zw

English (LSJ)

pres. Act. first in Alciphr.3.40: Att. fut.

   A -ῐῶ X.HG2.2.20: aor. ἠνδραπόδισα Hdt., Th.:—Med., fut. ἀνδραποδιεῦμαι in pass. sense, Hdt.6.17:—Pass., fut. ἀνδραποδισθήσομαι X.HG2.2.14: aor. ἠνδραποδίσθην Lys.2.57: pf. ἠνδραπόδισμαι Isoc.17.14, part. ἀνδραποδισμένος Hdt.6.119: (ἀνδράποδον):—Prose Verb, enslave, esp. of conquerors, sell the free men of a conquered place into slavery, Hdt. 1.151, Th.1.98; παῖδας καὶ γυναῖκας Id.3.36; πόλιν 6.62:—Pass., to be sold into slavery, Hdt.6.106, 119, 8.29, X.HG1.6.14, etc.; πόλις ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἠνδραποδίσθη Lys.l.c.:—Med. also in act. sense, Hdt.1.76,al., Th.4.48, And.3.22, etc.    II less freq. of individuals, kidnap, Pl.Grg.508e, X.Mem.4.2.14, Smp.4.36.    III metaph., -ίζοντες ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς νέους Alciphr.3.40.

German (Pape)

[Seite 216] zum Sklaven machen, 1) den Feind, was als Recht gilt, παῖδας καὶ γυναῖκας, πόλιν, Her. 1, 151; Thuc. 1, 98; so bes. im med., Her. πόλιν, 1, 76. 3, 59; Xen. Mem. 2, 2, 2 Ag. 7, 6; Plat. Rep. V, 469 b; πολίτας ἀνδραποδισάμενος δουλοῦται I, 344 b; pass. aor., Xen. Hell. 1, 6, 14. – 2) freie Menschen rauben und verkaufen, wird als schändliche Seelenverkäuferei bestraft; neben κλέπτειν und τοιχωρυχεῖν Xen. Conv. 4, 36; Mem. 4, 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰποδίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 20: ἀόρ. ἠνδραπόδισα Ἡρόδ., Θουκ.: - μέσ. μέλλ. ἀνδραποδιεῦμαι μετὰ παθ. σημ., Ἡρόδ. 6. 17 (πρβλ. ἐξανδρ-)· ἀλλ’ ὡσαύτως ἀνδραποδισθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 14: ἀόρ. παθ. ἠνδραποδίσθην Λυσ.: πρκμ. ἠνδραπόδισμαι Ἡρόδ., Ἰσοκρ.: (ἀνδράποδον). Ρῆμα παρὰ πεζογράφοις ἀπαντῶν: περιάγω εἰς δουλείαν, καθιστῶ τινα δοῦλον, ὑποδουλῶ, ἰδίως, πωλῶ τοὺς ἐλευθέρους ἄνδρας κυριευθείσης πόλεως ὡς δούλους, Λατ. vendere sub corona (καὶ οὕτως ἐκφράζει χεῖρόν τι τοῦ δουλόω, καταδουλόω, καθυποτάσσω), Ἡρόδ. 1. 151, Θουκ. 1. 98· παῖδας καὶ γυναῖκας ἄνδρ. Θουκ. 3, 36· πόλιν 6. 62: - Παθ., πωλοῦμαι εἰς δουλείαν, Ἡρόδ. 6. 106, 119., 8. 29, Ξεν., κτλ., πόλις ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἠνδραποδίσθη Λυσ. 195. 46. Τὸ μέσον ἦτο ὡσαύτως ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 1. 76., 3. 59., 4. 203, Ἀνδοκ. 26. 11, κτλ., μάλιστα ὁ ἐνεγρ. ἐνεστ. ἀπαντᾷ κατὰ πρῶτον ἐν Ἀλκίφρ. 3. 40. ΙΙ. τοιαύτη πώλησις ἦτο συνήθως πρᾶξις δημοσία, ἀλλ’ ἡ λέξις κεῖται ἐνίοτε καὶ ἐπὶ ἀνδραποδιστῶν ἐξ ἐπαγγέλματος, Πλάτ. Γοργ. 508E, Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 14, Συμπ. 4, 36: καθ’ Ἡσύχιον, «ἀνδραποδίζει, αἰχμαλωτίζει, βιάζει, καὶ ὑπεραίρει»: πρβλ. ἀνδραποδισμός.

French (Bailly abrégé)

f. att. ἀνδραποδιῶ, ao. ἀνδραπόδισα, pf. inus.
Pass. f. ἀνδραποδισθήσομαι, ao. ἀνδραποδίσθην, pf. ἀνδραπόδισμαι;
faire esclave, réduire en esclavage ; vendre en esclavage.
Étymologie: ἀνδράποδον.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. act. -ιῶ X.HG 2.2.20, med.-pas. ἀνδραποδιεῖται Hdt.6.17; aor. ind. ἠνδραπόδισα Hdt.1.151, Th.1.98, inf. ἀνδραποδίξασθαι Dialex.3.5]
1 en contextos militares vender como esclavo al pueblo conquistado Ἀρίσβαν ἠνδραπόδισαν Μηθυμναῖοι Hdt.1.151, Σκῦρον ... ἠνδραπόδισαν Th.1.98, ποιοῦνται ... ὁμολογίαν ... Πάχητα μήτε δῆσαι Μυτιληναίων μηδένα μηδὲ ἀνδραποδίσαι μήτε ἀποκτεῖναι Th.3.28, παῖδας καὶ γυναῖκας ἀνδραποδίσαι Th.3.36, τὴν πόλιν Th.6.62, περὶ τρισμυρίους ἀνθρώπους I.AI 14.120, cf. en v. pas. Hdt.6.106, 119, 8.29, Dialex.3.5, D.3.20, 19.325, X.HG 1.6.14, 2.2.14, Lys.2.57, I.BI 1.28, 180, D.C.75.12.2
tb. en v. med. εἷλε μὲν Πτεριῶν τὴν πόλιν καὶ ἠνδραποδίσατο Hdt.1.76, cf. Th.4.48, And.3.21, Arist.Rh.1396a19, μετὰ βίας Plb.15.4.2, fig. en v. pas. ὁ νοῦς ἠνδραπόδισται μηδενὶ προσέχων νοητῷ Ph.1.79.
2 en gener. en v. med. reducir a la esclavitud, vender como esclavo a individuos libres ἐμέ Pl.Grg.508e, cf. Isoc.17.49, X.Mem.4.2.14, Smp.4.36, en v. act. Arist.Fr.76.
3 robar un esclavo, PStras.296.6.
4 fig. apartar, enajenar ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τοὺς νέους Alciphr.2.38.3.