χρυσεόδμητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
(Bailly1_5)
(47b)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fait <i>litt.</i> bâti d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[δέμω]].
|btext=ος, ον :<br />fait <i>litt.</i> bâti d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[δέμω]].
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[χρυσεόκμητος]], -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[χρυσεόδμητος]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χρυσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>δμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κατασκευάζω]], [[οικοδομώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεό</i>-<i>δμητος</i>, ενώ ο τ. [[χρυσεόκμητος]] με β' συνθετικό -<i>κμητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]] «[[κάνω]], φτειάχνω», (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σιδηρό</i>-<i>κμητος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεόδμητος Medium diacritics: χρυσεόδμητος Low diacritics: χρυσεόδμητος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: chryseódmētos Transliteration B: chryseodmētos Transliteration C: chryseodmitos Beta Code: xruseo/dmhtos

English (LSJ)

ον,

   A built or formed of gold, A.Ch. 617 (lyr., but Herm. χρυσεοκμήτοισι, gold-wrought).

German (Pape)

[Seite 1379] l. d. für χρυσεόκμητος.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος ἢ κατεσκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 616 ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χρυσεοκμήτοισι, ἐκ χρυσοῦ πεποιημένοις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait litt. bâti d’or.
Étymologie: χρυσός, δέμω.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + -δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό-δμητος, ενώ ο τ. χρυσεόκμητος με β' συνθετικό -κμητος < κάμνω «κάνω, φτειάχνω», (πρβλ. σιδηρό-κμητος)].