χρυσώψ: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
(6_22)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χρυσοῦ, λάμπων ὡς [[χρυσός]], μόλε χρυσῶπα τινάσσων ἀνὰ θύρσον κατ’ Ὄλυμπον ἐ Εὐρ. Βάκχ. 553· οὕτω κληθεὶς (κατὰ τὸν Ἕρμαννον) ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ ἄνθους τοῦ κισσοῦ.
|lstext='''χρῡσώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ χρυσοῦ, λάμπων ὡς [[χρυσός]], μόλε χρυσῶπα τινάσσων ἀνὰ θύρσον κατ’ Ὄλυμπον ἐ Εὐρ. Βάκχ. 553· οὕτω κληθεὶς (κατὰ τὸν Ἕρμαννον) ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ ἄνθους τοῦ κισσοῦ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶπος, ὁ, Α<br />[[χρυσωπός]], [[λαμπερός]] σαν [[χρυσάφι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φοβερ</i>-<i>ώψ</i>].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσώψ Medium diacritics: χρυσώψ Low diacritics: χρυσώψ Capitals: ΧΡΥΣΩΨ
Transliteration A: chrysṓps Transliteration B: chrysōps Transliteration C: chrysops Beta Code: xrusw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ,

   A gold-coloured, shining like gold, θύρσος E.Ba.553 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1383] ῶπος, ὁ, ἡ, goldfarbig, glänzend wie Gold, s. χρυσώπης.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χρυσοῦ, λάμπων ὡς χρυσός, μόλε χρυσῶπα τινάσσων ἀνὰ θύρσον κατ’ Ὄλυμπον ἐ Εὐρ. Βάκχ. 553· οὕτω κληθεὶς (κατὰ τὸν Ἕρμαννον) ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ ἄνθους τοῦ κισσοῦ.

Greek Monolingual

-ῶπος, ὁ, Α
χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ωψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. φοβερ-ώψ].