ἀκατάληκτος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inacabable]] ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.<i>Epict</i>.1.17.3<br /><b class="num">•</b>[[inacabable]], [[incesante]] Ocell.44, cf. Procl.<i>in Prm</i>.1119.<br /><b class="num">2</b> métr. [[acataléctico]] verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[incesantemente]] Agathin. en Orib.10.7.27. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inacabable]] ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.<i>Epict</i>.1.17.3<br /><b class="num">•</b>[[inacabable]], [[incesante]] Ocell.44, cf. Procl.<i>in Prm</i>.1119.<br /><b class="num">2</b> métr. [[acataléctico]] verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[incesantemente]] Agathin. en Orib.10.7.27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάληκτος]], -ον) και ακατάληχτος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέληξε [[κάπου]], που έμεινε [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[κατάληξη]] (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το [[θέμα]], [[χωρίς]] [[προσθήκη]] καταταλήξεως)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αδιάλειπτος]], ο [[ακατάπαυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαταληξία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A incessant, γένεσις Ocell.4.2, cf. Arr.Epict.1.17.3, Procl.in Prm.p.873 S., etc. Adv. -τως Agathin. ap. Orib. 10.7.26. II acatalectic, in prosody, Heph.4, Aristid. Quint.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάληκτος: -ον, ἀδιάλειπτος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 2. 23, 46 (ἔνθα ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ ἀκατάληκτος λέγεται ὁ στίχος ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cesse pas;
2 t. de pros. dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.
Étymologie: ἀ, καταλήγω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inacabable ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.Epict.1.17.3
•inacabable, incesante Ocell.44, cf. Procl.in Prm.1119.
2 métr. acataléctico verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.
II adv. -ως incesantemente Agathin. en Orib.10.7.27.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάληκτος, -ον) και ακατάληχτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος
2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα, χωρίς προσθήκη καταταλήξεως)
αρχ.
ο αδιάλειπτος, ο ακατάπαυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταλήγω.
ΠΑΡ. ακαταληξία].