αμφίπολος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ἀμφίπολος, -ον (Α)
1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος
2. πολυσύχναστος (τύμβος)
3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος
β) ιέρεια
4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ ἀμφίπολος
α) υπηρέτης, ακόλουθος
β) ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πόλος < πέλομαι (πρβλ. ἐπίπολος, περίπολος, πρόσπολος).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιπολεύω, ἀμφιπολῶ].