αμφιρρεπής

From LSJ
Revision as of 11:03, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

-ές (Μ ἀμφιρρεπής)
1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές
αμφίβολο, διφορούμενο
3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» — είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ρεπὴς < ρέπω (πρβλ. αρχ. ἀρρεπής, χαμαιρρεπής, ἑτερορρεπής κ.ά.)].