Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανακάτωση

From LSJ
Revision as of 10:47, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394

Greek Monolingual

η (Μ ἀνακάτωση)
1. τάση για εμετό
2. ανώμαλη κατάσταση, σύγχυση, ταραχή
3. φιλονικία, ραδιουργία
4. ανάμιξη, ταραχή τών στοιχείων της φύσεως, μεταβολή του καιρού προς το χειρότερο
5. σχέση ή δικαίωμα αναμίξεως σε ξένη υπόθεση, ενδιαφέρον για τα ξένα πράγματα
6. κοινωνική σχέση, συναναστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτωσις < ἀνακατώνω
πρβλ. ανεκάτωση.
ΠΑΡ. ανακατωσούρα, ανακατωσούρης].