άσχολος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source

Greek Monolingual

ἄσχολος, -ον (Α)
1. απασχολημένος, αυτός που δεν ευκαιρεί, που δεν έχει καιρό
2. (για πράξεις κ.λπ.) συνεχής, αδιάκοπος, αδιάλειπτος
3. ο μη καταγινόμενος με κάτι
4. «ἄσχολος χρόνος» — ο χρόνος κατά τον οποίο δουλεύει κανείς συνέχεια, ο γεμάτος χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -σχολος < σχολή «αργία, απραξία»].