τείρω
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
impf. ἔτειρον, found only in pres. and impf. Act. and Pass., and in Aeol. pf. inf. Pass. τέτορθαι Hdn.Gr.2.69:—of the effects of pain, sorrow, etc., on body and mind,
A oppress, distress, weaken, τείρουσι (sc. ἡμᾶς or σε) μαρνάμενοι Il.6.255, cf. 8.102, 24.489; ἀλλά σε γῆρας τείρει 4.315; βέλεος δέ σε τείρει ἀκωκή 13.251; τεῖρε γὰρ αὐτὸν ἕλκος 16.510; ὀδυνάων αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας 15.61, cf. Od.1.342; ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν Il.5.796; τεῖρε γὰρ αἰνῶς φωκάων . . ὀδμή Od.4.441; μιν ἔτειρεν ἔρος Hes.Fr.105; νιν ἔρως ἔτειρεν Telest.1.6; κακαὶ τ. μέριμναι Mimn.1.7; ἐπεί με . . τύχαι τείρουσ' Ἄτλαντος A.Pr.350; ὀδύνη με τ. E.Rh.799:—Pass., τείροντο δὲ νηλέϊ χαλκῷ Il.17.376; καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ ib.745; ἔνδοθι θυμὸς ἐτείρετο πένθεϊ λυγρῷ 22.242; τείρετο δ' αἰνῶς she was sore distressed, 5.352; τειρόμενοι, by war, 11.801, cf. 6.387, al.; ἕλκει -όμενον Pi.P.1.52; ἄχθεσι τ. Tyrt.6; ἐν . . κακῷ τείρει (2sg. Pass.) ψυχὴν ἐξαπατηθείς Ar.Lys.960; Ἑρμιόνας δούλαν· ἇς ὕπο τειρομένα . . τάκομαι E.Andr.114 (lyr.).--Poet. word, used by Gal.14.632, Ael.NA14.11. (The other tenses are supplied by τέτρυμαι etc. from τρύω (not found before Call. in pres. or impf.), which may be cogn.)
German (Pape)
[Seite 1080] impt. ἔτειρον, nur im praes. u. imperf. act. u. pass. gebräuchlich, reiben, ab-, zerreiben, aufreiben, allmälig zerstören, entkräften, erschöpfen, quälen; zunächst von schmerzlichen, nachtheiligen Einwirkungen auf den Leib, wie vom Alter, ἀλλά σε γῆρας τείρει, Il. 4, 315, wie γῆρας οὔ σε τείρει Anacr. 32, 15; von Wunden, τεῖρε γὰρ αὐτὸν ἕλκος, Il. 16, 510, wie ἕλκει τειρόμενον Pind. P. 1, 52; ἠέ τι βέβληαι, βέλεος δέ σε τείρει ἀκωκή, Il. 13, 251; vom Kampfe, ἦ μάλα δὴ τείρουσι υἷες Ἀχαιῶν μαρνάμενοι, 6, 255, vgl. 8, 102; ὀδυνάων, αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας, Il. 15, 61; ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν, 5, 796. 21, 51; auch vom heftigen Gestank, Od. 4, 441; vom Hunger, 4, 369 u. öfter; θυμὸς τείρεθ' ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ, Iliad. 17, 745; und eben so von dem, was auf die Seele wirkt, ἐμὸς ἔνδοθι θυμὸς ἐτείρετο πένθεϊ λυγρῷ, Il. 22, 242; Od. 2, 71; τειρόμενος, gequält, bedrängt, erschöpft, 5, 324 u. sonst, wie Soph. Phil. 203; Aesch. Suppl. 77; ἐπεί με καὶ κασιγνήτου τ ύχαι τείρουσ' Ἄτλαντος, Prom. 348; ὀδύνη με τείρει, Eur. Rhes. 749; λύπῃ ἐτειρόμην, 425; τείρεσθαι τὴν ψυχήν, Ar. Lys. 960; sp. D., wie in der Anth. oft.