άγχι
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.)
1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον
2. (για ομοιότητα) όπως, σαν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχω.
ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ.
ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος
αρχ.
ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίδομος, ἀγχίθεος, ἀγχίθυρος, ἀγχίκρημνος, ἀγχιμαχητής, ἀγχίμολος, ἀγχινεφής, ἀγχίνους, ἀγχίπλους, ἀγχίπολις, ἀγχίρρους, ἀγχίσπορος, ἀγχίστροφος, ἀγχιτέρμων, ἀγχιτόκος, ἀγχώμαλος.